ΘΥΜΙΟΣ ΓΑΚΗΣ 1855-1919: Ο ξακουστός ληστής από τη Μεσούντα Άρτας
Στα πρώτα εκατό χρόνια (1830-1930) του ελεύθερου βίου της η Ελλάδα ταλανίστηκε από τους ληστές. Τη ληστεία δημιούργησαν λόγοι κοινωνικοί, εθνικοί και πολλές φορές προσωπικοί. Κατά τις πρώτες δεκαετίες ήταν ο παραγκωνισμός των πολεμιστών από την βαυαρότητα (1), το ανυπότακτο και ρέμπελο πνεύμα και φρόνημα πολλών απ΄ αυτούς, και στη συνέχεια, η άρνηση στρατεύσεως πολλών (2), οι αδικίες, η κοινωνική απομόνωση, η περιθωριοποίηση, η υφέρπουσα υποσυνείδητη σκέψη του νεοέλληνα, στραμμένη στον κλέφτη και τον τρόπο ζωής του και την ελευθερία που κατακτούσε με τα όπλα. Πολεμούσαν οι ληστές τη νόμιμη εξουσία με πάθος, όπως και οι κλέφτες τον κατακτητή.
Αυτή την πλάνη την είχαν και οι ληστές, θεωρούντες τον εαυτό τους συνέχεια των κλεφτών και τις πράξεις τους ηρωικές. Ζούσαν και δρούσαν στους ίδιους τόπους με τους κλέφτες, είχαν την ίδια στρατιωτική ιεραρχία, τους νόμους, τα άρματα, τη φορεσιά και τα σωματικά χαρίσματα τους. Οι ομάδες ήταν πολυπληθείς (από 10 άτομα έως 120 η κάθε ομάδα) και φυσικά είχαν αρχηγό (αρχιληστή στη θέση του καπετάνιου των κλεφτών). Το παράδοξο ήταν που ο λαός όχι μόνο δεν εναντιωνόταν στους ληστές και δεν θεωρούσε ότι οι πράξεις του ενείχαν ηθική, αλλά αντίθετα, τους αποδεχόταν, τους εφοδίαζε με τα αναγκαία τρόφιμα με τα αναγκαία τρόφιμα, τους ηρωποιούσε, τους δικαίωνε ηθικά και τραγουδούσε γι΄ αυτούς που υμνούσαν τη δράση τους (3).
Οι λόγοι είναι πολλοί και οι εξηγήσεις περισσότερες. Ο νεοέλληνας του 18ου αιώνα και των αρχών του 19ου αιώνα είδε την ελευθερία να έρχεται, να συνοδεύεται, όμως με καινούργια γι΄ αυτόν δεσμά, όπως αυτός θεωρούσε. Τη θέση του Κατή πήρε ο αυστηρός Δικαστής, του Τσαούση Τούρκου ο σκληρός ενωματάρχης, του άδικου και κλέφτη φοροεισπράκτορα του βεζύρη, ο επίσης άδικος και κλέφτης φοροεισπράκτορας της αόρατης σ΄ αυτόν κυβέρνησης.
Αυτούς όλους πολεμούσε ο ληστής και καθόλου δεν στενοχωριόταν ο απλός λαός. Από το άλλο μέρος οι ληστές ποτέ δεν πείραξαν τον απλό λαό. Λήστευαν πλούσιους πολίτες, εύπορους παπάδες, εμπόρους και τσελιγγάδες, πολλοί από τους οποίους μετεώρισαν τον πλούτο τους σε βάρος του λαού.
Μέρος του προϊόντος της ληστείας διένειμαν οι ληστές στους πτωχούς, κάνοντας αγαθοεργίες (προίκα σε άπορες κόρες κ.λ.π.)
Έβλεπε ο απλός λαός τη συνεργασία πολιτικών της εποχής και ληστών και καμάρωνε τους τελευταίους όταν συμμετείχαν σε αντιδυναστικά κινήματα και εθνικούς αγώνες.
Ο ξακουστός ληστής Θύμιος Γάκης γεννήθηκε στη Μεσούντα Άρτας γύρω στα 1855.
Σε νεαρή ηλικία «βγήκε στο κλαρί» ληστής, η συμμορία του δε ήταν 12μελής και δρούσε στα ορεινά χωριά της Άρτας (Ραδοβυζίων και Τζουμέρκων) στα Άγραφα και σε τμήμα των Ιωαννίνων.
Στα 1884 κάποιος νεαρός από το Μέτσοβο ονόματι Φλέγκας, θέλοντας να τρώσει με τη πράξη του το κοινωνικό κατεστημένο της εποχής, τόλμησε και πέρασε από το «κουλτουκι» (χώρος μπροστά από την εκκλησία του χωριού) στον οποίο μόνο οι προύχοντες σύχναζαν. Απ΄ αυτόν απαγορευόταν να περνούν οι φτωχοί.
Ο προύχοντας Νικολάκης Αβέρωφ (πρόκειται για τον αδελφό του εθνικού ευεργέτη Γ. Αβέρωφ) χαστούκισε τον νεαρό, επειδή θεώρησε αναιδή και άπρεπη την ενέργειά του. Έπρεπε δηλαδή να αλλαξοδρομήσει όταν είδε τους ευπατρίδες. Αυτός ο Φλέγκας έφερε την προσβολή που του έγινε βαριά.
Ήρθε, λοιπόν σε επαφή και συμφωνία με τον Θύμιο Γάκη και τη δωδεκαμελή ομάδα του στις 31 Ιουλίου 1884 απήγαγαν την κόρη του Ν. Αβέρωφ Ευδοκία (Δούκω) Τζοανοπούλου (4) και μια άλλη γυναίκα συγγενή της και τις πήραν στα βουνά.
Ζήτησαν και έλαβαν ως λύτρα για την απελευθέρωσή τους χρυσάφι όσο το βάρος της Ευδοκίας και ασήμι όσο το βάρος της άλλης γυναίκας.
Ο Θύμιος Γάκης αφού διένειμε τη λεία στους συντρόφους του και πήρε την αναλογία του πέρασε «στο Τούρκικο» (5) μεταμφιεσμένος σε χανούμισσα. Έφθασε στη Σμύρνη και έζησε στο χωριό «Παπασλή». Όταν ο ελληνικός στρατός έφθασε στη Σμύρνη, ο Θύμιος Γάκης, αν και γέρος πια, ενώθηκε με τους Έλληνες και πολέμησε με λύσσα και γενναιότητα τους Τσέτες του Κεμάλ.
Τραυματίστηκε σε μάχη στις 17 Ιουλίου 1919 και πέθανε σε στρατιωτικό νοσοκομείο αργότερα, ακριβώς 35 χρόνια μετά τα γεγονότα του Μετσόβου που ιστορήθηκαν.
Στα δημοτικά τραγούδια που γίνεται αναφορά στην απαγωγή της αρχοντοπούλας Ευδοκίας Αβέρωφ, αυτή ονομάζεται Βασίλω. Άλλοι μελετητές θεωρούν ότι αυτό έγινε για να υπογραμμισθεί η αρχοντική της καταγωγή (βασίλισσα-αρχόντισσα) και άλλοι ότι η αλλαγή αυτή του ονόματος έγινε για λόγους δομικούς του τραγουδιού.
Ένα σαρακατσάνικο τραγούδι (6) για την αρπαγή:
Πιδιά μ΄ σαν θέλιτι,
φλουριά, σαν θέλιτι
κι γρόσια,
να πάμι κατ΄ του
Μέτσουβου, που ΄νι
ναι κρύα βρύση,
που βγαίνουν οι αρχόντισσις,
που βγαίνουν οι κυράδις,
που βγαίνει κι η Βασιλική
μι του μαργαριτάρι.
Κινάει ένα κλιφτόπουλο,
πααίνει κι την πιάνει:
-για κόπιασι, κόρη μ΄
μπρουστά σι θέλει
ου καπιτάνιους.
Σταθείτι, παλικάρια μου,
καλοί μου λιβιντάδες,
να κρίνου της μανούλας μου
κι της καλής μου μάνας,
για να μου φέρει του
πίδί λίγου να του βυζάξου,
να του χουρτάσου φίλημα,
να του χουρτάσου γάλα.
Ένα άλλο τραγούδι, που επιχωριάζει στη Ρούμελη, κάνει λόγο για τη ζωή της αρχόντισσας στα βουνά, αιχμαλώτης του Θύμιου Γάκη (7):
Δεν είναι κρίμα
κι άδικο
δεν είναι κι αμαρτία,
να είν΄ η Βασίλω
σ΄ ερημιά σε κλέφτικα λημέρια
να στρώνει πεύκα
στρώματα κι οξιές
προσκεφαλάδες,
κι ο Θύμιος Γάκης
φώναξε κι
ο Θύμιος Γάκης λέει:
-Σήκω Βασίλω μ΄,
κι έφεξε, σήκω
και πήρε γιόμα
σήκω ν΄ ανάψεις
τη φωτιά
να πάρεις τον καφέ σου.
Τα λύτρα επιτέλους
έρχονται κι η αρχόντισσα
θα ελευθερωθεί.
Σχετικό τραγούδι από τη Θεσσαλία (8):
Δεν είνι κρίμα
κι άδικου, παράξινου
μιγάλο
να΄ νι η Βασίλουμ΄ σι
αρημιά στα κλέφτικα
λημέρια,
να στρώνει μπάτσις
στρώματα,
οξιές μαξιλαράκια,
κι ο Θύμιος Γάκης στο
πλευρά κρυφά
να κουβεντιάζει:
Σήκω Βασίλω μ΄,
τ΄έφιξι κι΄ η πούλια
πάησι γιόμα.
Σήκω να πάρεις
τον καφέ,
το συριανό λουκούμι,
κ΄ η ξαγουρά μας έρχιτι
τρεις μούλις φουρτουμένις,
η μια μας φέρνει το χρυσό
κ΄ η άλλη μιας φέρ΄ τ΄ασήμι
κ΄ η τρίτην η μικρότερη
μας φέρ΄ μαργαριτάρι.
Σήκω Βασίλω αρχόντισσα…
Σημειώσεις
1- Βαυαρική αντιβασιλεία απέλυσε 5.000 πολεμιστές του 1821.
2- Βλ. «Ιστορία των ληστών»(αχρονολόγητα φυλλάδια από το 1922 και μετά, Γιάννη Κολιόπουλου, Ληστές. Η Κεντρική Ελλάδα στα μέσα του 19ου αιώνα» Εκδόσεις «ΕΡΜΗ» Αθήνα 1979.
3- Βλ. Ειρήνης Σπανδωνίδη: «Τραγούδια της Αγόριανης» (Παρνασσού). Εκδόσεις «Πυρσός» Αθήνα 1939, σελ. 311-312, Σοφοκλή Γ. Δημητρακοπούλου, «Ιστορία και δημοτικό τραγούδι» Εκδόσεις «Παρουσία», Αθήνα 1998, σελ. 330, Ευαγγέλου Θ. Στάθη, «Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια», Εκδόσεις «Ι. Σιδέρη», Αθήνα 2004, Δημ. Χαλατσά, «Ληστρικά Τραγούδια», εκδόσεις «ΕΣΤΙΑ», Αθήνα 2000, σελ. 60-61.
4- Ο Δημήτριος Πετρόπουλος αναφέρει ότι πρόκειται για ανιψιά του εθνικού ευεργέτη Γ. Αβέρωφ. Βλ. Δημητρίου Πετρόπουλου, «Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια», Α΄ Αθήναι 1958.
5- Η Μεσούντα και άλλα χωριά του Ραδοβιζίου και των Τζουμέρκων (πλην της Πράμαντας) απελευθερώθηκαν το έτος 1881, 3 χρόνια πριν την ληστεία.
6- Βλ. Θ. Γόγολου-Θ. Γιαννακού: «Σαρακατσάνικα τραγούδια», Αθήνα 1983.
7- Βλ. Ακαδημίας Αθηνών: «Ελληνικά δημοτικά τραγούδια», εκλογή, Α΄ Αθήναι 1962, σελ. 302.
8- Βλ. Θ. Νημά: «Δημοτικά τραγούδια της Θεσσαλίας», Θεσ/νίκη 1981.
http://thesprotia-news.blogspot.com/2010/12/blog-post_2384.html