Πάσχα στα ελληνόφωνα χωριά της Καλαβρίας στη Νότιο Ιταλία
Καλαβρέζικο ευωδιαστό, μυρωδάτο μ' αγριολούλουδα και μύρα ελληνορθόδοξο Πάσχα - Ανάσταση στο βουνίσιο Ασπρομόντε, στη Λευκόπετρα, στην Γκρεκάνικη Όαση, στην Καλαβρία, στη Νότια Ιταλία, και ξεχωριστά στο Γκαλιτσιανό, στην "ακρόπολη" Μεγάλη Ελλάδα (Μάγκνα Γκρέτσια), στο μοναστήρι για τον Όσιο Ιωάννη τον Θεριστή, στο Μπιβόντζι.
Γκαλιτσιανό, το πιο απομονωμένο, φτωχό και μικρό χωριό, στη μικρή Μεγάλη Ελλάδα, με εκατόν σαράντα κατοίκους.
Ο παπάς στο χωριό, ώς το 1950, εξομολογούσε τους πιστούς χριστιανούς στα ελληνικά, γιατί δεν καταλάβαιναν ιταλικά. Στο Γκαλιτσιανό μιλάνε την αρχαία δωρική γλώσσα οι Γκαλιτσιανοί, όταν κάποιος ξένος δεν θέλουνε να τους καταλάβει ή να πούνε κάτι ξεχωριστά μεταξύ τους. Ο αγιορείτης Πατροκοσμάς φροντίζει το μοναστήρι, ανάβει τα καντήλια μπροστά στα "όρια" (ωραία) Μαντόνα - Παναγιά και στ' άλλα κονίσματα, τις καμπάνες, τα σήμαντρα, τις λαμπάδες, τα κεριά, τ' αναλόγια, το λιβανιστήρι και το κόνισμα με τον Αναστημένο Χριστό, γύρω από το μοναστήρι, στον αυλόγυρο, και παρακαλεί τους εκατοντάδες Ελλαδίτες επισκέπτες - προσκυνητές που θα πασχάσουνε στο Ασπρομόντε, "όχι κροτίδες και βαρελότα, εδώ είναι ελληνορθόδοξο μοναστήρι και βαστούμε τις παραδόσεις μας".
Σ' αυτή τη λιτή και κατανυχτική νυχτιά σε ρυθμό πραγματικά βυζαντινό, μοναστηριακό, μετά το "Δεύτε λάβετε φως", όπου όλοι ανάβουνε τις λαμπάδες τους, στο βαθύ σκοτάδι ψέλνουνε το "Χριστός ανέστη". Κάποιοι ελληνόφωνοι την "Πασιούνα", τα πασχαλιάτικα κάλαντα:
"Και καλημέρα να σας ειπώ
να σας κουντέσω μα την Πασιούνα
για πόσα πάτετσε ο Χριστό μα
τσε κούσετε η μα ντεβοτσιούνα.
Ε, μας τσερέοντα ο Παντρετέρνο
να μας σαλβέσει μα τη φσυχή
τσε να μη πάμε στο(ν) αλιφέρνο
τσε αμεριτεάμο όλοι ιμεί...
Μεταγλώτισση:
Και καλημέρα να σας πω
να σας διηγηθώ με την Πασιούνα
τα πόσα έπαθε ο Χριστός μας
κι ακούστε την προσεκτικά.
Επειδή μας ήξερε ο Αιώνιος Πατέρας
να μας σώσει την ψυχή μας
και να μην πάμε στην Κόλαση
κι έπρεπε (να πάμε) όλοι εμείς...".
Η "Πασιούνα" είναι μακρόσυρτο διηγηματικό τραγούδι (πάνω από εξήντα τετράστιχα), που ιστορεί τα πάθη του Χριστού. Σαν το δικό μας "Μοιρολόγι της Παναγιάς", που τραγουδιέται τη Μεγάλη Πέμπτη. Η "Πασιούνα" τραγουδιέται από ηλικιωμένους (παλιά μόνο άντρες) και συνοδεύεται με μουσικά όργανα ή όχι όλη τη Μεγαλοβδομάδα, έξω από την εκκλησιά, στον αυλόγυρο και στην πλατεία στο χωριό. Οι καλαντιστές βαστούνε λιόκλαδο στολισμένο με καρπούς και κορδέλες, "δρώμενο" που θυμίζει την "Ειρεσιώνη" στην αρχαία Ελλάδα. Το τραγούδι τελειώνει με συμβουλές για φιλοδωρήματα "τουρνίσια" (χρήματα) και "αγκουά" (αβγά).
"Ειρεσιώνη" (από τη λέξη "είρος", δηλαδή έριον-μαλλί). Λιόκλαδο ή δαφνόκλαδο, στολισμένος με καρπούς -εκτός από μήλο κι αχλάδι- δεμένους με ταινίες από μαλλιά (έρια). Από αυτό κρεμότανε και μικρές φιάλες που περιείχανε κρασί, γάλα και μέλι. Στην Αθήνα, όταν γιορτάζανε τα "Πυανέψια" [αττική γιορτή σα μαζεύανε τα όσπρια, μ' ευετηριακό χαρακτήρα-ευετηρία (ευ-έτος) καλό έτος, καλή εποχή, "καλή χρονιά", δηλαδή καλή σοδιά, για να τιμήσουνε τον Απόλλωνα, τη Σκιάδα Αθηνά κι αργότερα τον Διόνυσο, παρασκευάζανε και τρώγανε φαγητό από κουκιά], αφιέρωναν ειρεσιώνη στον Απόλλωνα, στις Ώρες και στον Ήλιο. Στην Αθηνά Πολιάδα, όταν γιορτάζανε τα "Θεργήλια" (γιορτή για τον Απόλλωνα και την Άρτεμη, στην Αθήνα και σ' αρκετές ιωνικές πόλεις κι είχε ευετηριακό, σχετικό με την καρποφορία, και καθαρτικό χαρακτήρα). Έτσι εκφράζανε τις ευχαριστίες τους στη θεά για τη γόνιμη χρονιά που πέρασε, παρακαλούσανε να συνεχιστεί και την άλλη περίοδο και νά 'χουνε τη βοήθειά της σ' εποχή με πείνα, επιδημία, ή άλλη δυσκολία. Το κλαδί κοβότανε όταν γιορτάζανε τα Παναθήναια από την ιερή "μορία" (ιερό λιόδεντρο για τη θεά Αθηνά, που λεγότανε "Μορία"). Το βαστούσε ένας "αμφιθαλής παις" (γεννημένος από τον ίδιο πατέρα και την ίδια μητέρα), και γύριζε με πομπή (Δαφνηφορία). Στο γύρισμα λέγανε τραγούδι, που μας παράδωσε ο Πλούταρχος κι είχε κι αυτό την ονομασία "Ειρεσιώνη".
"Ειρεσιώνη σύκα φέρει
και πίονας άρτους
και μέλι εν κοτύλη
και έλαιον αποψήσασθαι
και κύλικ' εύζωρον,
ως αν μεθύουσα καθεύδη.
Η ειρεσιώνη φέρνει τα σύκα
και το ψωμί που μας τρέφει
και το μέλι στο κύπελλο
και το λάδι ν' αλείφουμε το σώμα μας
και την κούπα με αγνό κρασί
που φέρνει ύπνο από το μεθύσι".
Αμφιθαλή παιδιά, καθώς λέγανε το τραγούδι, γυρίζανε στην πόλη στεφάνια, τα κρεμούσανε στις πόρτες, στα σπίτια (όπως το "Μάη"), ευχότανε στον νοικοκύρη "πλούτον, ευφροσύνην, ειρήνην αγαθήν, άγγεα μεστά" και παίρνανε μικρά δώρα. Τα στεφάνια μένανε κρεμασμένα όλο τον χρόνο. Η ειρεσιώνη, που αλλού λέγεται "κορυθάλη", ήτανε το σύμβολο για την ευφορία, τη γονιμότητα και τη ζωή, που ξαναγεννιέται μετά τον χειμωνιάτικο "θάνατό" της. Ήταν η παράσταση για την ίδια τη γη, γι' αυτό η παρουσία της και η επαφή μαζί της μεταδίδανε στον άνθρωπο τις γονιμικές δυνάμεις που υπήρχανε σ' αυτήν.
Η Καλαβρία και γενικά η Νότια Ιταλία υπαγότανε για αιώνες στην αυτοκρατορία που είχε η Ρωμιοσύνη και η ανατολική πνευματικότητα σ' αυτήν ήτανε φανερή και καρποφόρα. Ένας από τους πολλούς οσίους που ανάδειξε είναι και ο όσιος Ιωάννης. Γεννήθηκε σ' ένα χαρέμι, στο παλέρμο, στη Σικελία, γύρω στο 1.000 μ.Χ. από μια σκλάβα Καλαβρέζα. Τότε τη Σικελία εξουσίαζαν οι Άραβες. Όταν το παιδί έφτασε στα δεκατέσσερα χρόνια η μητέρα του φανέρωσε την αληθινή του καταγωγή και το συμβούλεψε να περάσει στην Καλαβρία και να βαφτιστεί χριστιανός. Τελικά έφτασε στο Στύλο και πήρε τ' άγιο βάφτισμα από τον τοπικό επίσκοπο. Κατόπι, καθώς ποθούσε την έντονη πνευματική ζωή, έγινε μοναχός με πνευματικούς οδηγούς τους γέροντες Αμβρόσιο και Νικόλα. Πρόκοψε πολύ στα πνευματικά κι ο Θεός τον αξίωσε να κάνει πολλά θαύματα, όπως πληροφορεί το συναξάρι του. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει αυτό, που με τρόπο θαυμαστό μάζεψε τα στάχυα για τους θεριστούς, κι έτσι πήρε το πρόσθετο όνομα "Θεριστής". Η μνήμη του τιμάται στις 24 Φλεβάρη.
Η Μονή Όσιος Ιωάννης ο Θεριστής στο Μπιβόντζι υπήρξε μεγάλο κέντρο για τον μοναχισμό και είναι χτισμένη τον 10ο αιώνα. Το καθολικό χτίστηκε γύρω στο 1120. Έχει ανατολικά και δυτικά αρχιτεκτονικά στοιχεία. Στον αριστερό χορό σώζονται τοιχογραφίες στον 13ο αιώνα, ενώ η τοιχογραφία με τον όσιο στην αψίδα, στο Ιερό βήμα, στον 16ο αι. Το μοναστήρι γνώρισε μεγάλη ακμή κι απόχτησε πολλά μετόχια κι εκτάσεις. Η διαρκής απομάκρυνση από την Ανατολή κι ο επιτεινόμενος εκλατινισμός φέρανε την παρακμή.
Ξεκίνημα στον εκλατινισμό στάθηκε το Σύμφωνο Μέλφι (23 Αυγούστου 1059) ανάμεσα στον Πάπα και στους Νορμανδούς. Έτσι αυτοί πήρανε την άδεια από τον ποντίφηκα να υποτάξουνε τη Νότια Ιταλία και στη συνέχεια να την πάνε στη Ρώμη. Όταν τον Νοέμβρη 1457 έφτασε στο μοναστήρι ο επιθεωρητής από τη Ρώμη Αθανάσιος Χαλκιόπουλος, πρώην αγιορείτης, το βρήκε σε παρακμή.
Οι τελευταίοι παπικοί μοναχοί το εγκαταλείψανε το 1662, αφού φέρανε τα λείψανα από τρεις άγιους σε γειτονική κωμόπολη στο Στύλο. Το μοναστήρι στη συνέχεια έγινε γεωργοκτηνοτροφική κατοικία και το καθολικό φιλοξενούσε διάφορα ζώα. Από τον Νοέμβρη 1944 κάθησαν ορθόδοξοι καλόγεροι, ενώ τον Γενάρη 1995 οι τοπικές αρχές παραχωρήσανε τη μονή στην Ελληνορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Ιταλίας με έδρα τη Βενετία. Γρήγορα είχε πολλούς επισκέπτες Ελλαδίτες κι Ιταλιώτες. Ανάμεσα σ' αυτούς και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, στις 21 Μάη 2001. Η επίσκεψη αυτή ήτανε σημαντική για πολλούς λόγους, μια ξεχωριστή ευλογία. Τον Οκτώβρη, τον ίδιο χρόνο, άρχισαν εργασίες ν' ανακαινιστεί το καθολικό, που τελειώσανε τον Ιούλη 2002. Η επίσκεψη αυτή ήτανε σημαντική για πολλούς λόγους, μια ξεχωριστή ευλογία. Τον Οκτώβρη, τον ίδιο χρόνο, άρχισαν εργασίες ν' ανακαινιστεί το καθολικό, που τελειώσανε τον Ιούλη 2002. Συνεχίζεται το χτίσιμο για κελιά και τράπεζα.
Το πασχαλιάτικο πανηγύρι γίνεται στο Γκαλιτσιανό και στη Μπόβα Μαρίνα, ανάμεσα σε λουλουδιασμένες αμυγδαλιές, λεμονιές, πορτοκαλιές, νερατζιές με οργανέτα, ταμπαρέλα και κιθάρες. Η ταραντέλα είναι ο αγαπημένος παραδοσιακός χορός, που σέρνεται με ζευγάρια, άντρες με γυναίκες και μόνο άντρες. Έχει σχέση με τον ταραντισμό. Το τσίμπημα από αράχνη, που πήρε τ' όνομά της από την πόλη Τάραντα. Στη Μάγκνα Γκρέτσια τραγουδάνε:
"Ώρια μου πιτσουλίνα τσε γκαλάντα-
Ωραία και χαριτωμένη μου μικρούλα,
που πάντα είσαι χαρούμενη
και πας γελώντας.
Μοιάζεις με το λουλούδι/γαρίφαλο,
πουλάκι της άνοιξης.
Και πας πετώντας,
πας πετώντας μικρή μου!
Εδώ και δέκα χρόνια
σε κοιτάζω πάντα
και δε σε χορταίνω ποτέ.
Κοιτάζοντας σε μικρή μου".
"Οι αγκούτσι είναι τα γλυκά της Πασκαλία, γκεναμένε με ένα τζυμώμα σε αλεύρι, αγκά τσε μέλι. Στο μισή του τζυμώμου βάλλουσι ένα ο πλέο αγκά (βιάτα περιτά) τσε φουρίτζουσι όλο στο φούρνο". Οι αγκούτες είναι τα πασχαλιάτικα γλυκά, γινωμένα με ζύμωνα σε αλεύρι, με αβγά και μέλι. Στη μέση της ζύμης, βάζουν ένα αβγό που πήζει στο φούρνο όσο ψήνεται το γλυκό.
Η Καλαβρία στην αρχαιότητα λεγόταν Ιαπυγία ή Μεσσαπία και την κατοικούσαν οσκικές κι ιλλυρικές φυλές. Υπήρξε κέντρο με δυνατές και πλούσιες ελληνικές αποικίες, όπως ο Κρότωνας, η Σύβαρη και το Ρήγιο. Όταν πέρασε στους Βυζαντινούς πήρε τη σημερινή της ονομασία, Καλαβρία. Η ξακουστή τοπική Μάφια ονομάζεται "Ντρατζέτα" κι είναι διάσημη από παλιά σε απαγωγές με πρόσωπα. Η ελληνοσαλεντίνικη μεγαλόψυχη πασχαλιάτικη ευχή είναι: "Αουγγούρι", που σημαίνει πολλές ευχές!
avgi