ΣΤΟΥΣ ΚΟΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΑΧΕΡΟΝΤΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΟΥΡΓΚΑΝΑΣ...
Του Κυριάκου Μητσοτάκη (1932-1972)
ΕΧΟΥΝ ΠΕΡΑΣΕΙ χρόνια πολλά από τότε πού διάβηκα από τους τόπους τούτους μετά πανύψηλα βουνά και τα μαύρα ποτάμια, πού κάνουν τον κύκλο τους, ποτίζουν τις μικρές κοιλάδες και χύνονται στο Ιόνιο. Μια απόμερη γωνιά της "Ηπείρου είναι ή Θεσπρωτία.
Αποξεχασμένη, φτωχή κι' οι άνθρωποι της ζουν κοντά στον αέρα και στον ήλιο σκαρφαλωμένοι στα βουνά της Μουργκάνας, στα κατσάβραχα της" χαίτης του μεγάλου μαύρου βράχου κι' αναπνέουν την παρθένα πάχνη μαζί με τα όρνια και τρώνε το σκληρό ψωμί της μπομπότας, κι' ή ψυχή τους είναι σιμά στους πανάρχαιους θρύλους του Κάτω Κόσμου. Κι' είναι ή Θεσπρωτία ή Ελλάδα. Εδώ, κατάπρωτα, ακούστηκε το εύηχο τούτο όνομα πού ή επίδραση του στον κόσμο ήταν τόσο βαθειά και τόσο μεγάλη.
Στην Παραμυθιά τοποθετούν την αρχαία πόλη "Ελλάς ή Σέλλα. Εδώ βρίσκεται και το χωριό Σέλλιανη και ό Κωκυτός ποταμός (παραπόταμος του Αχέρωντα) πού τον καλούσαν στην αρχαιότητα Σελλήεις. Και έχουμε πάλι εδώ τούτο το άνακύκλισμα, πού μοιραία το συναντάς και στο πιο ασήμαντο χωριουδάκι της χώρας μας.
Ή μυθολογία καβάλα την ιστορία και το θρύλο, ξεπερνά το παραμύθι και την στοματική παράδοση και φαίνει τα περασμένα, τα σημερινά και τα μελλούμενα.
Τώρα πού γράφω για τούτα τ απόκρημνα βράχια έχω χερακώσει όλο τον όγκο της Θεσπρωτίας μεσ' την ψυχή μου και τον σφίγγω και τον αγαπώ και τον ζεσταίνω και δε θέλω να χάσω από την σκέψη μου ωραίες θύμησες.
Τα βράδια τα χειμωνιάτικα, ατό Φιλιάτι, θυμούμαι ένα λιόφυτο με πηγολαμπίδες τρελές, τα φιλόξενα σπίτια, τα χιόνια, τα νερά του Καλαμά, την θωριά του Φοινικικού, τους Σταυρούς του Πατροκοσμά, τα πανηγύρια του Οσιου Νείλου και του Αη Δονάτου.
Μα όταν μιλήσεις για Θεσπρωτία στο νου σου θα πρέπει νάχεις τη Μουργκάνα. Το τεράστιο τούτο βουνό - θεριό καλύπτει με τον όγκο του το μεγαλύτερο μέρος της "Ηπείρου, Στη ράχη του, σαν μανητάρια, έχουν φυτρώσει ένα σωρό χωριά πού κρατούν καθένα και από μια γαλανόλευκη πού ποτέ δεν την κατέβασαν, κι' ας είχαν να παλέψουν με την Τσαμουριά και τούς Αλβανο-τσάμηδες, την πιο σκληρή φάρα στο πλάι των Τούρκων.
Οι Αλβανοτσάμηδες φέρνουν στον νου μου το θρύλο ενός παλικαριού, πού ήρθε από την Κρήτη και μαζί με τούς Θεσπρωτούς ξεκαθάρισε τον τόπο από τούς Τούρκους.
Ύστερα από χρόνια το γνώρισα το παλικάρι.
Το Μάρκο Δελληγιαννάκη, πού ζούσε στο Ρέθυμνο κι έμοιαζε στα γεραθιά του σαν ξεδοντιασμένος λιόντας. Σαν πήγα να τον δε και τούπα για την Τσαμουργιά, την Μουργκάνα και την Παραμυθιά, το παλικάρι έκλαιγε σαν μωροπαίδι. Κι' ένα πρωινό ολόκληρο, κάτω απ' τον ίσκιο μιας μουριάς μούλεγε τα τσαλήμια και τα τσάπια πού αξίωσε στους άγριους Τουρκαλβανούς ώσπου τούς πέρασε μια μπαταρία κοντά στη Μενίνα, τούς ξέκανε κι' ανάπνευσε ή Θεσπρωτία.
Ό θρύλος του Δεληγιαννομάρκου ζει ακόμα στα μέρη της Παραμυθιάς.
Ζουν τα βαφτιστήρια του, ζουν τα σπίτια πού τον φύλαξαν και τον αγάπησαν και τον τίμησαν. Νταϊλίκι μυρίζει τούτος ο τόπος, πού οι Αρχαίοι τοποθετούν την πόρτα του παλατιού του Αδη. Τα βουνά, είναι μεγάλα.
Τα φαράγγια βαθειά, κι3 ή ψυχή γεννιέται λεύτερη και δεν φοβάται το Χάρο, γιατί από αιώνες τον έχει συνηθίσει και παίζει μαζί του χωρίς να τον τρέμει. Στα λημέρια του Φαναριού, πού περνά ό Αχέροντας και σμίγει με τον Κώκυτο, ανοίγονται βάραθρα άπατα, πού τα νερά πέφτουν και δεν ξαναφαίνονται.
Εδώ, είναι τα ερέβη τ' αξεδιάλυτα του Αδη. Ό Όμηρος λέει πώς ή Κίρκη συμβουλεύοντας τον 'Οδυσσέα, του λέει πώς για να βρει το παλάτι του Aδη, θα πρέπει ν' αφήσει το Βοριά να τον οδηγήσει. «Όταν δ Βοριάς, λέει, θα έχει πάει το πλοίο σου, ανάμεσα απ’ τα κύματα του Ωκεανού, στις ταπεινές ακτές και το ιερό δάσος της Περσεφόνης, με τις μεγάλες λευκές και τις άκαρπες ιτιές, εβγα στη στεριά και πήγαινε στο βασίλειο του Αδη.
Εκεί ενώνονται με τον Αχέροντα ο Πυριφλεγέθων και ο Κωκυτός, πού πηγάζει από τη Στύγα. Ένας βράχος δείχνει τη συμβολή αυτών των δύο πολυθόρυβων ποταμών». Τούτος ο ποταμός ο Αχέροντας πού τα νερά του βροντούν στο χάος πέφτει απ’ τα ψηλά βουνά του Σουλίου. Περνά ρεματιές, ανθισμένους λειμώνες, τα νερά κάνουν στροφές και γάγλες και ύστερα τραβάει ή ουρά του σε στοές, παίζει, χάνεται και ξαναπροβάλλει σαν νεροφίδα στο φώς και φτάνει κοντά στην αρχαία πόλη Έφυρα, σχηματίζοντας ένα τέλμα αποπνικτικό. Εδώ είναι ή μια πόρτα του Κάτω Κόσμου.
Τις ψυχές των ανθρώπων ολόγυμνες τις έφερνε εδώ με τη βάρκα του ο Χάρος. Έπαιρνε τον οβολό τους και τις παράδινε στην εξουσία του χθόνιου θεού.
Είναι να ξεστρίψει ό νους τ άνθρωπου με τη φαντασία τούτων των ανθρώπων. Τα πάντα τα ωραιοποιούν και τα δικαιώνουν αισθητικά. Λένε πώς μια μέρα σ' ένα λιβάδι δροσερό, ξεπετάχτηκε ένας πεντάμορφος λευ¬κός υάκινθος — ένα διαντσέτο — πού απ' τη ρίζα του άρχιζαν εκατό μπουμπούκια, πού σαν άνοιξαν γέμισε μυρωδιές, γλύκα και μόσκο ο αέρας. Και το διαντσέτο — τον υάκινθο, — τον ζήλεψαν οι άνθρωποι και ή Περσεφόνη ή κορούλα της θεάς Δήμητρας, άπλωσε το χέρι να κόψει το μαγικό λουλούδι με τα εκατό πρόσωπα. Μα εκείνη την ώρα άνοιξε ή γης και κατάπιε το λουλούδι και το κοράσι.
Το χρυσό άρμα του Αδη παίρνει την μικρή Περσεφόνη και την φέρνει εδώ κάτω στα μέρη του Αχέροντα. Μα επεμβαίνει ή Δήμητρα και πετυχαίνει ή κόρη να γυρίσει κοντά στο φως, στο παλάτι της μητέρας της. Κι' δ ερωτευμένος Άδης της παραγγέλνει φεύγοντας: —«Πήγαινε Περσεφόνη, γύρισε στη μαυροφορεμένη μητέρα σου...
Σαν γυρίσεις εδώ θα βασιλεύεις σε όλα όσα κινούνται και αναπνέουν, και θα σε τιμούν όλοι οι άλλοι θεοί. Πάντα οι άδικοι άνθρωποι θα τιμωρούνται, εκτός αν με θυσίες κερδίσουν την εύνοια σου»."Ας αφήσουμε όμως τη χώρα των νεκρών, τον Αχέροντα, την Αχερουσία λίμνη, το νεκρομαντείο, κι ας ανέβουμε με την άνοιξη στο φως, στον αέρα και στα μυρισμένα χωριουδάκια της Μουργκάνας.
"Ας ανηφορίσουμε στην Πλεσίβιτσα, στο χωριό της κυράς Βασιλικής και του καπετάν Κίτσου Κονταξή. Τα γεφυράκια, τα ψηλά σπίτια της Πλεσίβιτσας, θυμούμαι. Την παλιά εκκλησία με τις λαϊκές τοιχογραφίες και το θρύλο της κυρά Βασιλικής, πού απλώνει τα φτερά του και καλύπτει το Πλαίσιο οπως ή ομορφιά της ημέρωσε και πράυνε το λιοντάρι της Ηπειρος, τον Τεπελενλή πού σαν την γνώρισε στο 1812 ή καρδιά του έμεινε στα χέρια της, όπως κι' ή ψυχή του έμεινε στα χέρια της, εκείνη την ήμερα πού σαν αρνί του πήραν το κεφάλι Φιρμανλή, αποκηρυγμένο στο νησί των Φιλανθριοπινών μ' εντολή του Πατισάχ.Πώς τη γνώρισε; Πολλά λέγονται και πολλά θρυλούνται.
Την είχαν κλέψει λένε, από το δάσος του Μπράνια, ένα πρωί οι Αρβανίτες. Τους πρόλαβε όμως ο καπετάν Γεώργης Κούνδουρος και τούς σκόρπισε, ελευθερώνοντας την «τσούπρα» με τα ωραία μαύρα μάτια. Σε λίγο έφτασε στα ανάκτορα του Πασά, στα Ληθαρίτσια ή δεκατετράχρονη κόρη της Μουργκάνας.
Ό Σπύρος Μελάς λέει πώς ή Βασιλική είχε «μέτριο ανάστημα, κανονικό, γραμμές αψεγάδιαστες, ασπράδες, διαφάνειες, χρώματα' υγείας, μάτια μαύρα, μα χωρίς κόλαση, κι' ένα χαμόγελο πού ξαστέρωνε και τον πιο κλειστόν ορίζοντα. Το παράστημα της και το περπάτημα, της είχαν μεγαλοπρέπεια, κάτι το λεύτερο κι επιβλητικό, το ασίκικο, πού έκαμε τον λαό να τη λέει ντελμπετέρισα.
Ως και ή ανάσα της είχε κάποια φυσική βουνίσια ευωδιάς Ό Αλής ήθελε στοργή, χάδι. Ή ψυχή του είχε στομώσει απ' το αίμα και ποθούσε το ξάστερο γέλιο του παιδιού. Αυτό βρήκε στο κοριτσάκι της Πλεσίβιτσας.
Τ' αγάπησε και τουδωσε ολο το περίσσευμα της ψυχής του, ό,τι είχε μείνει. Κι ή Βασιλική τούτη την αγάπη του γερασμένου λιονταριού την έστρεψε στους Χριστιανούς.Όλα όμως τούτα είναι για τους μακρυνούς καιρούς. Σήμερα ή Θεσπρωτία είναι φτώχεια, ξεχασμένη και το ψωμί στα βουνά το λένε ψωμάκι
Τα σπίτια ρημάζουν. Στα δρομάκια κυκλοφορούν μόνο γριές και τ' αγόρια ξενητεύονται μακρυά κι' απ' τα ξένα στέλνουν για να συντηρηθούν τα λιανοπαίδια, κι ή ψυχή να μη λυγίσει και ν' αντέξει στη φτώχεια και στα στοιχειά πού τη χτυπούν αλύπητα.
Άνθρωποι, βουνά, φαράγγια, ξεπηδούν μέσα απ' τα σύννεφα και την πρωινή πάχνη αγνάντια απ' τ’ αλβανικά βουνά και την θάλασσα του Ιόνιου. Κι όλα τούτα τα στοιχειά έχουν μια ομοιογένεια και μια εξάρτηση ως τα συνοδεύει το αιώνιο τραγούδι της φυλής, πού αντηχεί στη Μουργκάνα με τη φλογέρα του βοσκού όταν ο ήλιος κρύβεται στα βουνά της Βόρειας Ήπειρος.
Προσκύνημα στη Θεσπρωτία...
ΕΝΑ ΚΟΣΜΟ πλούσιο από ιστορικές μνήμες πού αγκαλιάζει μες’ τους κόλπους του ωραίους, προϊστορικούς καιρούς με μια προέκταση ως τα σήμερα και δεν αφήνει κανένα κενό, με τόσες συγκινήσεις, δεν μπορείς να το ξεχάσεις εύκολα.
Έτσι παρουσιάζονται τούτα τα μεγάλα βουνά, τα βαθειά φαράγγια, τ' άγρια, οι βαθειοί ποταμοί, οι μαύροι κι άγριοι πού χρόνια ατέλειωτα τρώνε τη λίγη άσαρκη γη τους. Τούτος ό τόπος, εδώ και πολλές χιλιάδες χρόνια γέννησε τούς πανάρχαιους θεσπρωτούς πού ή ιστορία τούς δέχεται σαν τούς πρώτους, κατάπρωτους Έλληνες.
Περιτρέχω τούτον τον Ελληνικό χώρο της Θεσπρωτίας πού απ' τη μια συνορεύει με τον Αχέροντα κι απ' την άλλη τον γλυκαίνει το Ιόνιο με τα γαλάζια του κύματα.
Προ καιρού δυο μερόνυχτα στην Γουμενίτσα απ' τ' ανοιχτό παράθυρο μου χάρηκα τις μεταμορφώσεις τ' ουρανού πού έπεφτε στην θάλασ¬σα κι έπαιζε με τα νερά και πάλευε κι έσμιγε ερωτικά ή βροχή με τ’ αλμυρό νερό και τα σύννεφα γελούσαν κι ύστερα έκλαιγαν. Βρέχει σε τούτα τα μέρη ασταμάτητα μέρες ολόκληρες χωρίς μιας ώρας έβγιάς.
Κι οι βροχές κινούν τούς ποταμούς, κι ό Καλαμάς κατεβάζει μαυροκόκκινα νερά και βάφει τη θάλασσα και τις ακτές της Κέρκυρας.
Κι ή άνοιξη φτάνει απότομα, στις αρχές του καλοκαιριού και ζώνει τα βουνά πού αχνίζουν και ή άγρια Μουργκάνα καλύπτεται με μενεξέδες και κίτρινα ανθάκια πού μοσκοβολούν. Τους μάζευα αυτούς τούς μωβ μενεξέδες και τούς φύλαγα μες' στο σημειωματάριο μου και σήμερα, έπειτα από τόσα χρόνια ή μυρωδιά τους μου δίνει έντονα την παρουσία εκείνων των τόπων.
Όλο το περίγραμμα των βουνών, των ποταμών, της θάλασσας του Ιόνιου, ή παράδοση, το σφιχτοδένει με το τοπίο, με την βιαστική εντύπωση, κι ό θρύλοι κι ή φτώχεια, κι οι άνθρωποι οι -βασανισμένοι, κι οι παλιές πολιτείες και τα πλατάνια της Γουμενίτσας και τα σπίτια της Παραμυθιάς και το ύψος των Φιλιατών και τα ωραία χωριά της Μουργκάνας και τα βράχια της Σαγιάδας είναι αναμνήσεις γλυκείες πού δεν ξεχνιούνται.
Θυμάμαι ενα Πάσχα πού το πέρασα στο Γηρομέρι, eνα γραφικό κεφαλοχώρι με πανύψηλα σπίτια πεντακάθαρα πού το ξεχώρισε ο Ευπατρίδης Όσιος Νείλος ό Έριχιώτης πού στα 1285 έφτασε εδώ απ' την Κωνσταντινούπολη και θεμελίωσε ένα ωραίο Μοναστήρι πού γρήγορα έγινε σπουδαίο πνευματικό κέντρο με την ονομαστή σχολή του, την βιβλιοθήκη του, τούς σοφούς καθηγητές του πού δεν άφησαν να πέσει το φρόνημα των Ελλήνων στους μαύρους χρόνους της σκλαβιάς.
Ό Ηγούμενος του Γηρομεριου έφερνε τον τίτλο του Πατριαρχικού Έξάρχου. Ό Παύλος Άραβαντινός, λέει κάπου στη «χρονογραφία της Ηπείρου» πώς στα χρόνια του Aλή Πασά ό Πατριάρχης ύψωσε τον Έξαρχο του Γηρομεριου σε Επίσκοπο. «Μα σαν ήρθε στα Γιάννενα πρώτος Επίσκοπος ό Βυζάντιος να δώση τ’ αναγνωστήρια έγγραφα του στον Αλή και να φύγει για τη θέση του, συλλαμβάνεται με την κατηγορία ότι ήταν πράκτορας της Ρωσικής Πρεσβείας με σκοπό να εξεγείρει σ' επανάσταση τούς Χριστιανούς και αποκεφαλίζεται». Σπουδαίους Ιεράρχες έβγαλαν τούτα τ' αδύναμα χώματα.
Απ' το Πλαίσιο, την παλιά Πλεσίβιτσα κατάγονταν ο περίφημος Πατριάρχης Ανθιμος Τσάτσος. Ταχω γυρίσει παθιά παθιά τούτα τα χωριά της Μουργκάνας: Λυκογιάννη, Γκελήλ, Λιά, Άγιοι Πάντες, Τσαμαντάς, Πόβλα. Με τα κυάλια από εδώ βλέπεις τ' Αλβανικά χωριά. Απ' το Λυκογιάννη νομίζω αγνάντεψα την Αλβανική Κονίσπολη.
Ή Πόβλα είναι φυτεμένη σε μια πλαγιά. Οι άνθρωποι της ξενητεύονται και από τις μάκρυνες τους Πατρίδες στέλνουν στο χωριό τις οικονομίες τους και το στολίζουν με σκολειά, εκκλησίες, υδραγωγεία. Από δώ απ' την Πόβλα ξεκίνησε ο Νικόλαος Παπανίκας, ο μετέπειτα Μητροπολίτης Προύσσης Ναθαναήλ πού με την πλούσια παιδεία του αναδείχθηκε σπουδαία εκκλησιαστική φυσιογνωμία «την οποίαν εξέθρεψαν τα ήρεμα ενδιαιτήματα των Μονών της Θεσπρωτίας».
Σπούδασε στην Ζωσιμαία των Ιωαννίνων και αργότερα στην Άθωνίδα του Όρους και άρχισε τη σταδιοδρομία του ως Ηγούμενος της Μονής Ραγίου απ' το 1864 έως το 1870 πού την έκαψαν οι Τούρκοι και πού την ξανάχτησε. Το 1873 ο Ναθαναήλ έγινε Πρωτοσύγγελος του Μητροπολίτη Δέρκου Νεόφυτου και του Πατριαρχεύσαντος Ιωακείμ του Δ' Τρεις Μητροπόλεις εποίμανε θεοφιλώς τούτος o Άγιος Ιεράρχης.
Την Μητρόπολη των Σερρών, της Προύσσης και της Νικόπολης και Πρέβεζας. Δυο φορές το 1894 και 1907 εχρημάτισε τοποτηρητής του Πατριαρχικού θρόνου.
Σαν έρθεις στην Πόβλα θα δεις την προτομή του να κοιτάζει μακρυά τα Ελληνικά εδάφη της Βόρειας Ήπειρος και να εξετάζει με το χάλκινο βλέμμα του τον ορίζοντα.
Μου είπαν εκεί oτι είναι μερικές μέρες πού oταν είναι καθαρός o ορίζοντας και τ' αλβανικά βουνά φαίνονται καθαρά, τα μάτια του Δεσπότη δακρύζουν για μια στιγμή κι' υστέρα ό ήλιος πίνει το κλάμα προτού προφτάσει να πέσει στο χώμα.
Οι χωρικοί της Πόβλας λένε oτι ό Δεσπότης κλαίει και δέεται για την σκλαβωμένη Βόρεια Ήπειρο. Είναι να τούς θαυμάζεις τούτους τούς ανθρώπους των ψηλών βουνών και των βαθειών χαραδρών.
Στ’ άγια, στα παρθένα στήθια τους έχουν κλείσει την ιδέα του θεού και της Πατρίδας κι αγαπούν παράφορα τούτα τα ξεπλυμένα χώματα πού τάχουν ποτίσει τόσες φορές με το αίμα τους. Τούτο το προσκύνημα στη Γή της Θεσπρωτίας θ' αφίσει στην ψυχή τον μοσχοβολημένο αέρα των ψηλών αγέρωχων βουνών και των αγνών απλοϊκών ανθρώπων πού με μια θεϊκή καρτερικότητα στέκουν αγνάντια στα βουνά περήφανοι και δυνατοί όσο κι εκείνα.
Του Κυριάκου Μητσοτάκη (1932-1972)
ΕΚΔΟΣΗ 1970
http://892fm.blogspot.com/2010/09/1932-1972.html