Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 16 Αυγούστου 2010

Η Σφαγή του Κομμένου Άρτας - 16 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1943

Η Σφαγή του Κομμένου Άρτας - 16 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1943

Ήταν δεκαπενταύγουστος του 1943 και ενώ όλοι οι απανταχού χριστιανοί γιόρταζαν την Κοίμηση της Θεοτόκου, κάποιοι κάτοικοι σε ένα χωριό της πατρίδας μας ζούσαν το δικό τους μαρτύριο υπό τη βάναυση και δολοφονική συμπεριφορά των Γερμανών κατακτητών. Η σφαγή του Κομμένου έμεινε στην ιστορία καθώς ήταν στην κυριολεξία μια τραγωδία η οποία συγκλόνισε όλη την ανθρωπότητα, όχι μόνο γιατί αφανίστηκε σχεδόν ένα ολόκληρο χωριό αλλά επιπλέον ήταν το πρώτο στη χώρα μας το οποίο δοκιμάστηκε από τη βιαιότητα και βαρβαρότητα των κατακτητών.
Όλα ξεκίνησαν την 12η Αυγούστου του 1943 όταν ένα τζιπ με δυο γερμανούς στρατιώτες έκαναν περιπολία στα χωριά του Αμβρακικού κόλπου. Κατά τη διάρκεια όμως της περιπολίας τους έπεσαν σε ατύχημα με αποτέλεσμα την ανατροπή του αυτοκινήτου. Όπως ισχυρίστηκε στη συνέχεια η γερμανική πλευρά, οι δυο στρατιώτες αντιλήφθησαν ένοπλους αντάρτες μέσα σε χωράφια και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να τρομοκρατηθούν και να χάσουν τον έλεγχο του οχήματος. Η ειρωνεία της όλης υπόθεσης, και λέω ειρωνεία για όλα αυτά που ακολούθησαν, είναι ότι για βοήθεια προσέτρεξαν κάτοικοι του Κομμένου. Αφού επανέφεραν το όχημα στην κανονική του θέση, οι στρατιώτες έφυγαν χωρίς να εμπλακούν μαζί τους και επέστρεψαν στη βάση τους όπου έδωσαν αναφορά του γεγονότος.
Με αφορμή τα παραπάνω γεγονότα τέσσερις μέρες μετά, ξημερώματα της 16ης Αυγούστου γύρω στις 5 π.μ, οι γερμανοί κατακτητές, που είχαν σαν στόχο τα αντίποινα λόγω της ύπαρξης ανταρτών στην περιοχή, εμφανίστηκαν απρόοπτα στο χωριό και ενώ όλοι οι κάτοικοι σχεδόν κοιμόντουσαν, οι ίδιοι προετοίμαζαν το έδαφος για να υλοποιήσουν το τρομακτικό και ανατριχιαστικό τους σχέδιο και δεν περίμεναν τίποτε άλλο παρά μια εντολή, ένα σύνθημα.
Οι εντολές από την ηγεσία του γερμανικού στρατού ήταν ξεκάθαρες: «ΑΡΧΙΚΑ Η ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΣΑΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΤΕΤΟΙΑ ΩΣΤΕ ΚΑΝΕΝΑΣ ΚΑΤΟΙΚΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΝΑ ΜΗΝ ΑΝΤΙΛΗΦΘΕΙ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΡΑΠΟΥΝ ΣΕ ΦΥΓΗ. ΚΑΝΕΝΑΣ ΚΟΜΜΙΩΤΗΣ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΕΙΝΕΙ ΖΩΝΤΑΝΟΣ…». Στην ουσία ήθελαν να κυκλώσουν το χωριό και για να γίνει αυτό δεν έπρεπε να καταλάβει κανείς τίποτα. Για το λόγο αυτό οι γερμανοί όσους κατοίκους συναντούσαν δεν τους πείραζαν. Αντιθέτως τους συμπεριφέρονταν με ευγενικό τρόπο και εκείνο το πρωί κανένας Κομμιώτης δεν είχε αντιληφθεί το κακό που θα επακολουθούσε.
Οι γερμανοί δεν σεβάστηκαν καν τις ιερές εκείνες μέρες της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και πράγματι λίγη ώρα αργότερα το σύνθημα δόθηκε. Έπεφταν οι πρώτοι νεκροί του χωριού καθώς οι κατακτητές ξεκίνησαν το εξοντωτικό τους έργο. Και ενώ πριν δεν πείραζαν κανέναν, από το σύνθημα και μετά όποιους συναντούσαν μπροστά τους, τους σκότωναν επι τόπου, άλλους πυροβολώντας τους και άλλους σφάζοντάς τους. Δεν λυπήθηκαν κανέναν, άνδρες, γυναίκες, παιδιά κάθε ηλικίας εκείνο το πρωί βρήκαν μαρτυρικό θάνατο. Μέχρι και τα νεογέννητα μωρά, τα οποία τα κρατούσαν στην αγκαλιά τους οι μανάδες τους προσπαθώντας να τα σώσουν, τα σκότωναν και τα έσφαζαν μαζί με αυτές. Έσπαγαν τις πόρτες των σπιτιών και έμπαιναν μέσα σκοτώνοντας και ξεκληρίζοντας οικογένειες. Μάλιστα φαίνονταν να το διασκεδάζουν κιόλας καθώς γελώντας άρπαζαν ηλικιωμένους και τους πετούσαν από τα μπαλκόνια των σπιτιών, που είχαν επιπλέον όροφο, βρίσκοντας έτσι ακαριαίο θάνατο. Ήταν τόσο σκληροί και αδίστακτοι που έφταναν σε σημείο να ξεκοιλιάζουν εγκύους και να κατακρεουργούν μέχρι και τα έμβρυα ενώ τα βρέφη και τα πιο μικρά παιδιά τα σκότωναν με βάναυσο τρόπο καθώς, αφού έβαζαν στο στόμα τους βαμβάκι τα πότιζαν με βενζίνη και στη συνέχεια έβαζαν φωτιά με αποτέλεσμα να πεθαίνουν από ασφυξία. Δεν σεβάστηκαν καν την ομορφότερη μέρα της ζωής ενός νιόπαντρου ζευγαριού που από τα δεσμά του γάμου ξαφνικά βρέθηκαν στα δεσμά του Κάτω Κόσμου. Εκείνη την αποφράδα ημέρα η Αλεξάνδρα Μάλλιου (νύφη), ο Θεοχάρης Καρίνος (γαμπρός) από τον Παχυκάλαμο και 35 καλεσμένοι συγγενείς και φίλοι έπεφταν όλοι τους νεκροί από τα πυρά των αδίστακτων γερμανών.
Οι γερμανοί όμως δεν αρκέστηκαν μόνο στους σκοτωμούς. Συνέχισαν με λεηλασίες και πυρπόληση του χωριού. Δεν άφησαν τίποτε όρθιο στο πέρασμά τους. Όσοι κάτοικοι προσπάθησαν να φυγαδευτούν μέσα στα σπίτια τους βρήκαν και αυτοί τραγικό θάνατο καθώς οι εχθροί δεν άφησαν κανένα σπίτι απυρπόλητο.
Ο λόγος που σήμερα υπάρχει το Κομμένο είναι ότι τότε το γερμανικό σχέδιο δεν είχε 100% επιτυχία καθώς ήταν αρκετοί οι κάτοικοι οι οποίοι κατάφεραν να σωθούν. Ο γερμανικός στρατός είχε αποκλείσει, όπως προαναφέραμε, όλο το χωριό εκτός από ένα σημείο, την περιοχή «Μηδέν», καθώς ήταν θαμνώδης και εκεί τελείωνε και το ανάχωμα του αποστραγγιστικού αύλακα με αποτέλεσμα το σημείο αυτό να μείνει ακάλυπτο καθώς οι γερμανοί δεν μπορούσαν να περάσουν τα οχήματά τους και έτσι κατάφεραν κάποιοι να σωθούν. Εκεί οι κάτοικοι, οι οποίοι τράπηκαν σε άτακτη φυγή, προσπάθησαν να περάσουν το ποτάμι με κάποιες ψαρόβαρκες που είχαν δεμένες. Και στην περίπτωση όμως αυτή το Κομμένο θρήνησε επιπλέον θύματα καθώς 18 άτομα πνίγηκαν στην προσπάθειά τους να σωθούν αφού κάποιες βάρκες βούλιαζαν ή αναποδογύριζαν λόγω του υπερβολικού βάρους.
Λένε ότι οι δολοφόνοι στον τόπο του εγκλήματος γυρνούν και το αναφέρω αυτό διότι οι γερμανοί μετά από 3 μέρες επέστρεψαν στο χωριό με μόνο σκοπό να δώσουν τη χαριστική βολή, να εξοντώσουν και τους εναπομείναντες. Δεν βρήκαν όμως κανέναν και ο λόγος είναι ότι οι κάτοικοι μετά τα όσα έζησαν, υποψιάστηκαν την επιστροφή τους και γύρισαν στο χωριό τους μια εβδομάδα μετά.
Όταν επέστρεψαν λοιπόν αντίκρισαν τραγικές εικόνες. Παντού πτώματα, αποκεφαλισμένα σώματα, διαμελισμένα κορμιά. Μέχρι και ο παπάς του χωριού βρέθηκε κατακρεουργημένος μπροστά στην εκκλησία που πήγαινε πρωί-πρωί για να λειτουργήσει. Παντού υπήρχε αίμα και θάνατος και όλα αυτά τα πτώματα σχεδόν μια βδομάδα κείτονταν άταφα μέσα στους δρόμους. Πλέον οι Κομμιώτες έπρεπε να ασχοληθούν με το δύσκολο έργο της αναγνώρισης των νεκρών τους, πράγμα το οποίο σε αρκετές περιπτώσεις ήταν αδύνατο να γίνει καθώς υπήρχαν απανθρακωμένα πτώματα, και στη συνέχεια με την ταφή τους.
Με πρόχειρους τάφους έθαβαν όπως-όπως τους νεκρούς θρηνώντας τους γοερά και γογγύζοντας. Ανατριχιαστικές ήταν οι σκηνές όταν περισυνέλλεγαν τα διαμελισμένα μέλη και τα έθαβαν και αυτά όπως-όπως και το ένα πάνω στο άλλο.
Η βαρβαρότητα των κατακτητών άφησε πίσω της συνολικά 317 νεκρούς τους οποίους πάντα οι κάτοικοι του Κομμένου και γενικά όλοι οι αρτινοί τους τιμούν κάθε χρόνο τέτοια μέρα μπροστά στο μαρμάρινο μνημείο που έφτιαξαν στην πλατεία του χωριού αμέσως μετά την απελευθέρωση της Άρτας και στο οποίο έχουν χαράξει τα ονόματα των 317 ηρώων.
Η χώρα μας στη διάρκεια της υπερτρισχιλιετούς ιστορίας της έχει περάσει από πολλές «συμπληγάδες» , δέχτηκε τις επιθέσεις πολλών επιδρομέων που επιβουλεύτηκαν τη γεωπολιτική της θέση και τον πολιτισμό της και κατάφεραν πλήγματα εναντίον της. Ωστόσο παλέψαμε, δώσαμε μάχες και τις κερδίσαμε και παρόλο που έπεσαν πάνω μας όλοι τους για να μας κατασπαράξουν στο τέλος η πατρίδα μας κατόρθωσε να σταθεί όρθια και να συνεχίσει την ιστορική της πορεία γιατί οι έλληνες είναι λαός προικισμένος με αρετές.

http://thesprotia-news.blogspot.com/2010/08/16-1943.html









16 Αυγούστου 1943.Το ολοκαύτωμα του Κομμένου Άρτας.

Γράφει ο Δημήτρης Βλαχοπάνος
Φιλόλογος και πρόεδρος του Συλλόγου «Παρέμβαση Πολιτών» Άρτας.


Τα χαράματα της 16ης Αυγούστου του 1943 οι στρατιώτες του 12ου λόχου του 98ου Γερμανικού Συντάγματος Πεζικού κύκλωσαν το μικρό πεδινό χωριό Κομμένο, που απέχει από την πόλη της Άρτας μόλις 15 χιλιόμετρα, και μέσα σε λίγες ώρες το μετέτρεψαν σε ολοκαύτωμα, αφανίζοντας με τον πιο φριχτό τρόπο 317 αμάχους. Μεταξύ αυτών έκαψαν ζωντανά και εκτέλεσαν 72 παιδιά ηλικίας έως 10 χρονών, 144 γυναίκες άνω των 10 ετών και 37 άντρες άνω των 50 χρονών. Σκοπός των Γερμανών δεν ήταν, βέβαια, η εκδίκηση ενός χωριού που, σύμφωνα με τις πληροφορίες του, εφοδίαζε τους αντάρτες με τρόφιμα. Σκοπός τους ήταν από τη μια να σβήσουν το αντάρτικο της Ηπείρου και από την άλλη να τρομοκρατήσουν τον ελληνικό πληθυσμό καταστρέφοντας κάθε εστία αντίστασης. Αλλά η πράξη αυτή, που συνιστά ένα έγκλημα πολέμου, δεν εκπορεύεται από το μίσος ενός έθνους εναντίον ενός άλλου έθνους. Εκπορεύεται από τη συγκεκριμένη ιδεολογία του ναζισμού και του φασισμού που μισεί τον αδύναμο και στρέφεται άναντρα κατά του ανυπεράσπιστου.


Είναι αλήθεια πως τα συγκλονιστικά γεγονότα της ιστορίας όπως η σφαγή του Κομμένου θα μπορούσαν να μας κάνουν πιο φρόνιμους και περισσότερο ανθρώπινους. Καθώς μάλιστα έχει κυλήσει αρκετά ο τροχός των ταραγμένων εκείνων καιρών και αντικρίζουμε τα πράγματα με την ψυχραιμία και τη σοβαρότητα που μας εξασφαλίζει η απόσταση του χρόνου, θα ήταν αρκετά ωφέλιμο για τον καθένα μας χωριστά και για όλους μας ως σύνολο να ξαναδιαβάζουμε αυτές τις σελίδες με εκείνη τη νηφάλια σκέψη που μας περνάει ανώδυνα στην απέναντι όχθη. Θα πρέπει κάποτε να σημειωθεί πως στη διάρκεια του πολέμου υπήρξαν καταπληκτικοί Γερμανοί αξιωματικοί που αντιστάθηκαν στο ναζισμό και το φασισμό και, γι' αυτό, τιμωρήθηκαν σκληρά από τους χιτλερικούς σε ειδικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Υπήρξαν, απ' την άλλη, ελεεινοί Έλληνες που ύμνησαν το φασισμό και συνεργάστηκαν μια χαρά με τους κατακτητές συμμετέχοντας στα εγκλήματά τους. Και ακολούθησε, μετά την κατάρρευση του γερμανικού μετώπου, ο εμφύλιος στην Ελλάδα, που τη χάραξε βαθιά και σημάδεψε τη μετέπειτα πορεία της.


Η συνεισφορά του Χέρμαν Φρανκ Μάγερ.
Η αφήγηση του Χέρμαν Φρανκ Μάγερ στην πολύτιμη για τη γνώση της ιστορικής αλήθειας εργασία του «Η φρίκη του Κομμένου» είναι μια εξαιρετική συνεισφορά του συγγραφέα στον καθημερινό και σεμνό έρανο της αγάπης, της ανθρωπιάς και της ειρήνης που έχει ενώσει εκατομμύρια ρομαντικούς ανθρωπιστές και οραματιστές μιας πανανθρώπινης αδελφωμένης κοινωνίας. Ο Χέρμαν Φρανκ Μάγερ στήνει την ιστορία του Κομμένου στις πραγματικές της διαστάσεις και διαλύει μύθους και συγχύσεις που τη διαστρέφουν και τη βλάπτουν επικίνδυνα. Η σφαγή και το ολοκαύτωμα του Κομμένου δεν αποτελεί ένα μεμονωμένο επεισόδιο στο οποίο πρωταγωνίστησαν κάποιοι ανεγκέφαλοι βασανιστές και έλαβαν μέρος ασύνταχτα αιμοχαρή και ανεξέλεγκτα μπουλούκια. Ήταν μια συντονισμένη και καλά οργανωμένη πολεμική επιχείρηση τακτικού στρατού, η οποία έλαβε την έγκριση των ανώτατων στρατιωτικών κλιμακίων.
Ο Χέρμαν Φρανκ Μάγερ αφοσιώνεται με μιαν αξιοθαύμαστη αξιοπρέπεια στην ιστορική αλήθεια και την αναζητά χωρίς προκαταλήψεις και σκοπιμότητες. Μας χάρισε χρήσιμα στοιχεία από τα γερμανικά αρχεία και μας έφερε δίπλα σ' εκείνους που πάτησαν τη σκανδάλη στους δρόμους και τις αυλές του Κομμένου και έσπειραν σ' αυτό το θάνατο και τη δυστυχία. Αλλά ο σκοπός του δεν ήταν να γράψει ένα τυπικό εγχειρίδιο ιστορίας, με τη σωρεία των επίσημων πηγών, των αριθμών και των εγγράφων. Σκοπός του ήταν να γράψει ένα αφήγημα με την απλότητα και τη φυσικότητα που μιλούν κατευθείαν στην ψυχή του αναγνώστη και τον οδηγούν μπροστά στις ευθύνες συγκεκριμένων ανθρώπων.
Ο συγγραφέας, απαλλαγμένος από τη μεταφυσική του έθνους, καταγράφει τα διάφορα επεισόδια με τόλμη, ρεαλισμό και ζωντάνια. Ανασυνθέτει με τρόπο γλαφυρό το γεγονός της καταστροφής του Κομμένου και το παραδίδει στη μνήμη της ιστορίας ζωντανό, διαχρονικό και ακέραιο. Δεν προτίθεται να δικαιολογήσει τους ομοεθνείς του για καμιά πολεμική πράξη που ξεπερνά τα όρια των διεθνών συνθηκών και στρέφεται κατά των αμάχων. Γνωρίζει πως οι εγκληματικές πράξεις μιας ομάδας ανθρώπων διασύρουν ολόκληρο το έθνος και την ιστορία του. Και γίνονται, απ' την άλλη, αιτία να τις πληρώσει το ίδιο ακριβά με σφαγές και καταστροφές εξίσου βάρβαρες και απερίγραπτες. Γιατί, όταν λίγο μετά τη φρίκη του Κομμένου, έγειρε η πλάστιγγα του πολέμου, ο γερμανικός λαός δέχτηκε τα ανελέητα σφυροκοπήματα των συμμάχων κι έγινε αυτός το τραγικό θύμα της ναζιστικής ιδεολογίας και επιθετικότητας.
Οι στρατιώτες, λοιπόν, του 12ου λόχου του 98ου Συντάγματος Πεζικού, που πάτησαν το πόδι τους στο Κομμένο τα χαράματα της 16ης Αυγούστου 1943, εκτελούσαν τις διαταγές των ανωτέρων τους. Οι στρατιώτες, παιδιά των 20 χρόνων, εξαπατήθηκαν πολλές φορές και εξαπατήθηκαν πολλαπλά. Ήρθαν στο Κομμένο γαλουχημένοι με τις ιδέες της γερμανικής καθαρότητας και αποφασισμένοι, κατόπιν ειδικής εθνικής και ιδεολογικής προετοιμασίας, να δώσουν μάχη με τους αντάρτες. Άλλοι εκτελούσαν τυφλά και χαίρονταν με τα εγκλήματά τους. Κι άλλοι άρχισαν από νωρίς ν' αμφιβάλλουν και να ψάχνουν τρόπους για να μη σφυρίζουν τα όπλα τους πάνω στα σώματα των αμάχων και ανυπεράσπιστων. Έτσι γίνεται με τους ανθρώπους.
Ο Χέρμαν Φρανκ Μάγερ δε στρέφεται κατά των στρατιωτών. Στρέφεται κατά των αξιωματικών και των αρμόδιων υπηρεσιών του γερμανικού κράτους. Η γραφή του είναι μια διαρκής διαμαρτυρία κατά του εγκλήματος του Κομμένου και μια καταγγελία κάθε πράξης που περιφρονεί τον άνθρωπο, ειδικότερα τον αδύναμο άνθρωπο, και τον εκτελεί δίχως έλεος. Πολλές φορές, καθώς στέκεται κανείς μπροστά στο μνημείο των πεσόντων του Κομμένου, μπορεί να συλλογιστεί κείνους που επράξαν το κακό. Και πολύ να θέλει να μάθει το γιατί και το πώς το δικό τους. Αν πρέπει να κρατήσουμε κάτι πολύ χρήσιμο για το μέλλον του τόπου μας, θα είναι ακριβώς οι μαρτυρίες των στρατιωτών που έλαβαν μέρος στο έγκλημα κι ίσως, κάποιοι από αυτούς, να μην ήξεραν τι τελικά έκαναν. Γιατί δεν είναι τόσο απλό, την ώρα που η μάχη έχει τελειώσει, να μην κάνεις έναν μικρό απολογισμό και να μην κουβεντιάσεις με τον μέσα εαυτό σου για ό,τι σε ανάγκασαν να κάνεις ή για ό,τι έκανες μόνος σου, υπηρετώντας μια ιδέα ή έναν αρχηγό. Και είναι τρομακτικό να νιώθεις πως έχεις καταγραφεί στον κατάλογο εκείνων των ανθρώπων που έκαψαν ζωντανά μωρά στην κούνια τους ή βασάνισαν ή σφαγίασαν ή εκτέλεσαν εν ψυχρώ γυναίκες και γέροντες. Κι ακόμη περισσότερο όταν οι δικές σου πράξεις στρέφονται εν τέλει εναντίον του έθνους σου και εναντίον δικών σου ανθρώπων.
Έχει βέβαια μια ιδιαίτερη σημασία το ιστορικό γεγονός. Αλλά είναι ενδεχόμενο να μένει ατελές, ασαφές και μετέωρο, αν δε γίνουν γνωστά τα πριν και τα μετά. Και ο Χέρμαν Φρανκ Μάγερ μας μεταφέρει στην ατμόσφαιρα του γερμανικού στρατοπέδου την ώρα που οργανώνεται και αποφασίζεται η επιχείρηση, αλλά ταυτόχρονα μας βάζει μέσα στο πνεύμα όχι μόνο της γερμανικής ιεραρχίας αλλά και των απλών στρατιωτών, καθώς επιστρέφουν στη βάση τους το μεσημέρι ή καθώς έχουν επιστρέψει στην πατρίδα τους και στην καθημερινότητά τους. Έτσι, ο Χέρμαν Φρανκ Μάγερ μας δίνει το ανάγλυφο της προσωπικότητας των αξιωματικών εκείνων που αποφάσισαν τη σφαγή, ιδιαίτερα του Γιόζεφ Ζάλμινγκερ, αλλά σκιαγραφεί και αρκετούς από τους κληρωτούς στρατιώτες που δηλώνουν αηδιασμένοι είτε από εκείνα που αναγκάστηκαν να κάνουν οι ίδιοι είτε από εκείνα που είδαν να κάνουν οι συνάδελφοί τους. Οι ομολογίες αυτές συνιστούν μια κραυγή διαμαρτυρίας που, καμιά φορά, ξεχύνεται πιο ηχηρή και πιο διαπεραστική από τις κραυγές πόνου των θυμάτων τους.


Κανένα έγκλημα πολέμου δε συγχωρείται.
Οι πράξεις σφαγής των αμάχων δεν είναι εγκλήματα που διαπράττει ένα έθνος εναντίον ενός άλλου έθνους. Και δεν μπορεί να υποχρεωθεί ένας άνθρωπος να απολογηθεί για όποια εγκλήματα διέπραξαν κάποιοι που έτυχε να 'ναι ομοεθνείς του. Γιατί τότε τίθεται με δριμύτητα το άλλο ερώτημα: ποιος θα απολογηθεί για τα εγκλήματα που διέπραξαν Έλληνες, φερ' επείν, εναντίον Ελλήνων ή Γερμανοί εναντίον Γερμανών; Αλλά όποιος μάχεται κατά των εγκλημάτων, δεν παραβλέπει, ασφαλώς, και εγκλήματα αυτού του είδους, εγκλήματα δηλαδή που σημειώνονται μεταξύ ανθρώπων που ανήκουν στο ίδιο έθνος.
Ο Χέρμαν Φρανκ Μάγερ άνοιξε και φώτισε τη ματωμένη σελίδα του Κομμένου, σε μια εποχή μάλιστα που έπαιρνε να ξεθωριάζει και υπήρχε ένας φόβος μην ξεχαστεί κάποια μέρα. Το εκπληκτικό είναι πως ένας Γερμανός, που είχε την ατυχία να μην τον αγκαλιάσει ποτέ ο πατέρας του, καθώς αυτός εκτελέστηκε από τους αντάρτες στην Ελλάδα και δεν επέστρεψε ποτέ στην πατρίδα του, ανέσυρε απ' τη σκόνη του χρόνου το κλειστό βιβλίο της δικής μας ιστορίας και την έκανε και δική του. Και τέλεσε με την έρευνά του και τη γραφή του ένα δικό του μνημόσυνο για τους 317 του Κομμένου, αφήνοντας πίσω του ως μια ιερή παρακαταθήκη την εντολή πως ιστορίες όπως αυτή του Κομμένου θα μένουν πάντα ανοιχτές, καθώς ανοιχτή μένει και η πληγή που ανοίγει κάθε πόλεμος και κάθε γενοκτονία.
Τα εγκλήματα πολέμου δεν έχουν εθνικότητα και πατρίδα. Το δραματικό είναι πως δεν έχουν ακόμη ημερομηνία λήξης. Αλλά τίποτε δεν μπορεί να μας εμποδίσει να πιστεύουμε πως η μέρα εκείνη δε θ' αργήσει. Και να παλεύουμε με τούτη την ουτοπία. Γιατί ό,τι σήμερα είναι ουτοπία, ίσως αύριο γίνει αλήθεια. Η ζωή, άλλωστε, γίνεται ωραία όταν οι άνθρωποι ζουν μ' ένα όραμα κι ακολουθούν μιαν ουτοπία. Μπορεί να ξημερώσει μια αλλιώτικη αυγή που την οικουμένη θα την ξυπνήσει ένα σύνθημα: ο πόλεμος πέθανε. Και στις οθόνες όλου του κόσμου οι εκπρόσωποι των λαών θα υπογράφουν, σε μια πανηγυρική τελετή, τη ληξιαρχική πράξη θανάτου του. Κι ανάμεσα στις σελίδες που θα φτερουγίζουν πάνω απ' τα κεφάλια των εκπροσώπων θα λικνίζεται απαλά και η σελίδα του Κομμένου με τα 317 ονόματα. Κι ανάμεσα στις μορφές που αγωνίστηκαν για το θάνατο του πολέμου θα πλανάται η φωτεινή και ευγενική μορφή του Χέρμαν Φρανκ Μάγερ.