Προς την αποδόμηση του Ελληνικού Πανεπιστημίου
γράφει ο Θεοδόσης Πελεγρίνης, πρύτανης του πανεπιστημίου Αθηνών
Ο νέος νόμος για την τριτοβάθμια εκπαίδευση πλήττει ευθέως τους κύριους αποδέκτες του: τους φοιτητές –και, κατ’ επέκταση, βέβαια, το μέλλον της χώρας. Συγκεκριμένα, υποβαθμίζονται οι σπουδές με την κατάτμηση των ενιαίων επιστημών σε διάφορα προγράμματα σπουδών του συρμού, τα οποία μπορεί μεν να εξυπηρετούν βραχυπρόθεσμα την αγορά εργασίας, αλλά βλάπτουν την επιστημονική επάρκεια των αποφοίτων και δημιουργούν αναλώσιμους και φτηνούς επιστήμονες οι οποίοι θα αναγκάζονται κάθε φορά που η «μόδα» στην αγορά αλλάζει να προστρέχουν -με το αζημίωτο, φυσικά- σε κέντρα επαγγελματικής κατάρτισης για να αποκτούν νέο “επιστημονικό” look, ώστε να παραμένουν in. Οι τριετείς σπουδές και η δυνατότητα κατάταξης των αποφοίτων ΙΕΚ σε κάποιο εξάμηνο των Προγραμμάτων Σπουδών είναι σαφής ένδειξη του προσανατολισμού αυτού.
Η κατάργηση των Τμημάτων ως ακαδημαϊκών μονάδων, που αντιστοιχούν σε συγκεκριμένα και συγκροτημένα επιστημονικά αντικείμενα, είναι καταστροφική για το ίδιο το Πανεπιστήμιο. Η βασική αποστολή του Πανεπιστημίου, ορισμένως, είναι ο νέος, μπαίνοντας στο τελευταίο αυτό, να εκπαιδευτεί σε έναν τομέα γνώσης, σε μια επιστήμη –την ιατρική, την ελληνική φιλολογία, την ψυχολογία και ούτω καθεξής-, την οποία καλύπτει το τμήμα. Η ύπαρξη του τμήματος νοείται σαν φορέας μιας επιστήμης. Εν τοιαύτη περιπτώσει, η διαγραφή του τμήματος από τον χάρτη του Πανεπιστήμιου, η οποία επιχειρείται με το νέο νόμο, οδηγεί ουσιαστικά στην αποδόμηση του ίδιου του Πανεπιστημίου.
Παράλληλα προς την υποβάθμιση των πτυχίων και την εντέλει αποδόμηση του πανεπιστημίου, με την εισαγωγή του νέου νόμου η πολιτεία παύει να θεωρεί την ανώτατη παιδεία ως δημόσιο αγαθό. Αυτό επιχειρείται αφενός μεν με την εισαγωγή ενός προτύπου διοίκησης που εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις -Διοικητικό Συμβούλιο και Διευθύνων Σύμβουλος- αφετέρου δε με την δημιουργία κατάλληλων για επιχειρηματική δραστηριότητα δομών, όπως η ίδρυση στα πανεπιστήμια νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου προς εξεύρεση ιδίων πόρων, με τους οποίους μάλιστα, όπως αναφέρεται, θα χρηματοδοτείται η φύλαξη του πανεπιστημίου και η φοιτητική μέριμνα, και εξυπηρέτησης πελατών δια της καθιερώσεως ευέλικτων προγραμμάτων σπουδών, που θα επιτρέπουν την πλήρη προσαρμογή των σπουδών στην αγορά εργασίας και την δυνατότητα επιλογής μαθημάτων a la carte. Το εργαλείο για το σκοπό αυτό είναι ένα πανίσχυρο Συμβούλιο, το οποίο μπορεί να αποκλείει οποιονδήποτε υποψήφιο Πρύτανη δεν είναι της αρεσκείας του και να διορίζει τους πανίσχυρους Κοσμήτορες, οι οποίοι συγκεντρώνουν όλη την ακαδημαϊκή και οικονομική εξουσία στις Σχολές -από την εκλογή καθηγητών και τις αναθέσεις μαθημάτων έως την κατανομή όλων των πόρων- και ελέγχουν τη Σύγκλητο. Ο κίνδυνος συναλλαγής μέσα σε ένα τόσο στενό ανέλεγκτο κύκλωμα ανθρώπων είναι ήδη ορατός -ένας κίνδυνος, μάλιστα, που αυξάνεται και διαπλέκεται ευρύτερα με την πολιτική και την οικονομική εξουσία μέσω των εξωτερικών μελών του Συμβουλίου, τα οποία, κατά κανόνα, θα διαθέτουν τη δυνατότητα πρόσβασης σε κρατικές και μη κρατικές πηγές χρηματοδότησης και άλλες διευκολύνσεις και πόρους. Μέσω της απόλυτης εξουσίας των διορισμένων Κοσμητόρων και της εξάρτησης των πάντων από αυτούς, αφού απουσιάζει κάθε θεσμικό αντίβαρο, είναι σαφές ότι προωθείται ο αυταρχισμός και η υποτέλεια του ακαδημαϊκού προσωπικού. Για τον ίδιο λόγο είναι, επίσης, σοβαρό το ενδεχόμενο χειραγώγησης της διεξαγόμενης έρευνας και των αποτελεσμάτων της. Κινδυνεύουν, ακόμη, με συρρίκνωση οι ανθρωπιστικές σπουδές καθώς και κοινωνικές επιστήμες ως μη ανταποδοτικές. Διευκολύνεται, επιπλέον, ο χαρακτηρισμός της αμφισβήτησης των νέων ανθρώπων ως παραβατική συμπεριφορά με την υιοθέτηση ανεξέλεγκτων κατασταλτικών μέτρων για τους φοιτητές.
Σε έναν νόμο οφείλομε να διακρίνομε τρεις παραμέτρους. Είναι, πρώτον, ο νόμος καθεαυτόν. Η αρμοδιότητα της εισαγωγής στην κοινωνία ενός νόμου αποτελεί, σύμφωνα με την κοινοβουλευτική δημοκρατία μας, αρμοδιότητα της Βουλής. Ο νέος νόμος για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, είναι γεγονός, ψηφίστηκε από τα 3/5 των κομμάτων του Ελληνικού Κοινοβουλίου.Το δεύτερο ζητούμενο είναι ο νόμος τον οποίο ψήφισε η Βουλή, όπως κάθε νόμος βέβαια, να είναι σύμφωνος προς το Σύνταγμα. Εν προκειμένω, τόσο το ανεξάρτητο επιστημονικό συμβούλιο της Βουλής όσο και η συντριπτική πλειοψηφία των εκφρασθέντων Συνταγματολόγων επισήμαναν ότι σημαντικές διατάξεις του ψηφισθέντος νόμου απάδουν προς την Σύνταγμα. Το αν τούτο ισχύει είναι εξουσιοδοτημένο να το κρίνει ένα άλλο, πέρα από την Βουλή, όργανο της Πολιτείας: το Δικαστήριο. Έτσι, η Σύνοδος των Πρυτάνεων αποφάσισε να προσφύγει στο Συμβούλιο Επικρατείας, προκειμένου να κριθεί η συνταγματική ισχύς του νέου νόμου. Υπάρχει, όμως, αναφορικά προς τον νέο νόμο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση –όπως, άλλωστε, για κάθε νόμο του Κράτους- ένα τρίτο αίτημα: να είναι δίκαιος, να ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες και στα άδολα οράματα της κοινωνίας στην οποία απευθύνεται. Το αν είναι δίκαιος ένας νόμος θα το αποφασίσει η ίδια η ζωή, θα εξαρτηθεί από το αν και κατά πόσον η κοινωνία, έχοντας ως γνώμονα την ικανοποίηση των αναγκών της και την εκπλήρωση των οραμάτων της, μπορεί ή είναι διατεθειμένη να ρυθμίσει την συμπεριφορά της σύμφωνα με τις επιταγές του. Η κρίση περί του αν είναι δίκαιος ο νέος νόμος για την τριτοβάθμια εκπαίδευση άρχισε ήδη να τρέχει -από τις 6 Σεπτεμβρίου 2011, οπότε δημοσιεύθηκε στη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Εις επίμετρον:
Επειδή, εξ αφορμής του νέου νόμου για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, πολύς λόγος, αιφνιδίως, γίνεται από τους -όψιμους και μη- υποστηρικτές του για την ανάγκη σεβασμού των νόμων, θα ήθελα να θυμίσω εκείνο που έλεγε ο μαρκήσιος ντε Βωβενάργκ, ο ασθενικός, φτωχός, άσχημος και σχεδόν τυφλός Γάλλος συγγραφέας του 18ου αιώνα, που τόσο πρόωρα πέθανε, μόλις στα 32 του, ότι, δηλαδή, “αγαπούν τους νόμους όσοι φοβούνται τους ανθρώπους”.
http://www.24grammata.com/?p=19092