Των Ελλήνων οι Κοινότητες
Αν
ανατρέξομε στην ελληνική ιστορία θα διαπιστώσουμε πως οι περίοδοι της ακμής και
της υψηλής δημιουργικής δραστηριότητας των Ελλήνων υπήρξαν εκείνες που
διαπνέονταν από το κοινοτικό πνεύμα και ήθος. Ο ελληνισμός της αρχαιότητας,
μέχρι τους ελληνιστικούς χρόνους, θα συγκροτείται από πόλεις-κράτη, –πάνω από
εφτακόσια–, ενώ στην πρόσφατη ιστορία μας, στη διάρκεια της Οθωμανικής
κυριαρχίας μέχρι το 1922, και πάλιν οι κοινότητες θα συντελέσουν αποφασιστικά
στην ακμή του νεώτερου ελληνισμού. Η συγκρότηση μεγαλυτέρων κρατικών
οντοτήτων, είτε στους ελληνιστικούς χρόνους και στο Βυζάντιο –με την σταδιακή
ελληνοποίηση της Ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας– είτε στο σύγχρονο ελληνικό
έθνος κράτος, στα οριστικά ελλαδικά σύνορά του, μετά το 1922, ενώ αποτέλεσε
συχνά μία αδήριτη ιστορική ανάγκη, στο βαθμό που αντιπαρατέθηκε στο
κοινοτικό πνεύμα σημάδεψε μια απομείωση και συρρίκνωση του δημιουργικού
πνεύματος του ελληνισμού. Μοιάζει ως εάν οι Έλληνες να μπορούν να δημιουργούν
και να αναπτύσσουν τις δραστηριότητές τους πολύ πιο εύκολα και ευρύτερα μέσα
από κοινοτικές δομές, ενώ αντίθετα νεκρώνονται στις συνθήκες των
συγκεντρωτικών και γραφειοκρατικών κρατικών οντοτήτων.
Παρόλο που δεν υπάρχουν αυστηρές τυπολογίες εθνών και
παραδόσεων, ωστόσο κάθε έθνος περιοχή ή τύπος παραδόσεων συναρτάται με
ορισμένες πολιτικές ή πολιτειακές μορφές που σφραγίζουν τον εθνικό ή τοπικό
χαρακτήρα των συλλογικών υποκειμένων. Έτσι η Κινεζική παράδοση π.χ. είναι
παράδοση αυτοκρατορική και συγκεντρωτική. Και το ίδιο σε άλλη κλίμακα ισχύει
για τη γαλλική. Η ρωσικήπαράδοση είναι ταυτοχρόνως
συγκεντρωτική-δεσποτική και κοινοτιστική. Η ελβετικήείναι κοινοτιστική
και αποκεντρωτική. Και το ίδιο ισχύει για τον Καναδά ή την Ινδία σε διαφορετικό
βαθμό. Η εβραϊκή και η ελληνική παράδοση είναι κατ’ εξοχήνκοινοτικές
και κοινοτιστικές, αλλά με αρκετά διαφορετικό τρόπο. Στους Εβραίους, οι
κοινότητες, ήδη από την εξορία στη Βαβυλώνα, για δυόμισι χιλιάδες χρόνια
περίπου, είναι κοινότητες των πόλεων και σχεδόν ποτέ εθνοτικά αμιγείς. Οι
εβραϊκές κοινότητες είναι κοινότητες μειονοτικές, στα πλαίσια άλλων
πλειοψηφικών εθνοτήτων και εθνών. Δεν περιλαμβάνουν αγροτικούς πληθυσμούς και
συγκροτούνται από κοινότητες εμπόρων, βιοτεχνών και εργατών[1]. Οι ελληνικές κοινότητες από την αρχαιότητα είναι
αγροτικές και αστυκές ταυτόχρονα. Οι αρχαίες πόλεις-κράτη είναι αγροτικά
και“αστυκά” μορφώματα και γι’ αυτό δεν χαρακτηρίζονται από τη διχοτόμηση πόλης
και υπαίθρου που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες κοινωνίες. Οι αγρότες, οι βιοτέχνες
και οι έμποροι είναι εξ ίσου πολίτες της αρχαίας πόλης. Και το ίδιο θα
επαναληφθεί στην δεύτερη μεγάλη κοινοτική περίοδο της ιστορίας μας, την εποχή
της τουρκοκρατίας. Στα Αμπελάκια, τα Ζαγοροχώρια και αλλού θα
συνδυάζονται οι αγροτικές με τις δευτερογενείς (βιοτεχνία-κατασκευές) και τις
τριτογενείς δραστηριότητες (εμπόριο). Παράλληλα βέβαια υπάρχουν και άλλες μορφές
κοινότητας –αποκλειστικά αστυκές– όπως συμβαίνει με τις παροικίες –στα
Βαλκάνια, την Αυστροουγγαρία και αλλού στη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου– ή
μεταλλευτικού –πχ. Μαντεμοχώρια– ή ναυτικού τύπου –τα ναυτικά νησιά, κλπ. κλπ.
ή ακόμα και στρατιωτικού, όπως οι Σουλιώτες ή οι αρματολοί και οι κλέφτες.
Πάντως ο πυρήνας της ελληνικής κοινότητας και στην αρχαιότητα και στη νεώτερη
Ελλάδα είναι μια κοινότηταπολλαπλών δραστηριοτήτων ενταγμένη σε ένα
συγκεκριμένο γεωγραφικό τόπο.
Αυτό το κοινοτικό αποκεντρωτικό πνεύμα της μακράς
ελληνικής παράδοσης εκκινά από γεωγραφικό-ιστορικούς παράγοντες
–διάσπαρτη γεωγραφικά δομή του ελληνικού χώρου, νησιά, μικρές κοιλάδες,
οροπέδια, ορεινή συγκρότηση και πολλαπλή φυλετική συγκρότηση, παράδοση
εξισωτισμού των ελληνικών φύλων– και καταλήγει στην ιδιαίτερη διαμόρφωση του
ελληνικού “δαιμονίου”, που κινητοποιείται και αναπτύσσεται σε μικρά σχήματα και
μονάδες, ενώ παραλύει μέσα σε μεγα-σχηματισμούς και γραφειοκρατικά δομημένα
σύνολα.
Σε περιόδους που το ευρύτερο γεωπολιτικό περιβάλλον
συγκροτεί μεγάλες ενότητες –ελληνιστικοί χρόνοι, ρωμαιοκρατία, βυζάντιο– αυτό
το κοινοτιστικό ήθος θα “δραπετεύει” σε άλλες μορφές κοινότητας, τις
θρησκευτικές, είτε σε μικρότερες μονάδες –και κατ’ εξοχήν στην οικογένεια. Όταν
η “εκκλησία του Δήμου” ωςπολιτειακή μορφή θα υποχωρήσει, θα αναπτυχθεί η
χριστιανική “εκκλησία” ως χώρος αυτοδιοικούμενος και αυτοδιαχειριζόμενος, που
για αρκετούς αιώνες θα εκλέγει τους κληρικούς και θα συγκεντρώνει την
πνευματική δραστηριότητα των Ελλήνων. Το κοινοτικό πνεύμα θα επιβιώνει
στα μοναστήρια, στις ομάδες των παρανόμων, στις κτηνοτροφικές και νομαδικές
κοινότητες, και θα αναπαράγεται εν σμικρογραφία στην ευρύτερη οικογένεια που θα
λειτουργεί ως μία κοινότητα, με τις ιεραρχήσεις της και την εσωτερική της
συγκρότηση. Το ιδιαίτερο βάρος της κοινοτιστικής παράδοσης των Ελλήνων
αντανακλάται και στην ιεραρχική συγκρότηση της ελληνικής ορθοδοξίας. Εδώ οι
κατά τόπους επίσκοποι είναι ουσιαστικώς αυτόνομοι και δεν υπάρχει η αυστηρή και
πυραμιδική ιεραρχία της καθολικής εκκλησίας[2]. Δηλαδή ακόμα και στις περιόδους που η κοινότητα
τίθεται εκποδών στο θεσμικό επίπεδο, το κοινοτικό ήθος αναπτύσσεται μέσα από
δρόμους πολλαπλούς έστω και σκολιούς, διότι είναι στενότατα συνδεδεμένο με την ιδιοπροσωπία
των Ελλήνων.
Ακμή και παρακμή του νεοελληνικού κοινοτισμού
Όταν, αργότερα, στις συνθήκες της τουρκοκρατίας,
θα δοθεί εκ νέου η δυνατότητα για την ανάπτυξη των κοινοτήτων, το κοινοτικό
ήθος θα εκδιπλωθεί και πάλιν ακέραιο και θα επιτρέψει την μεγάλη πολιτιστική
αναγέννηση που από τα 1700 έως το 1922 θα σφραγίσει τον νεώτερο ελληνισμό.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε κατ’ εξοχήν
φορο-εισπρακτικές σχέσεις με ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού χώρου. Ενδιαφερόταν
για την είσπραξη των φόρων και κατά συνέπεια η κοινοτική οργάνωση των ραγιάδων
αποτελούσε μάλλον εγγύησηκαι πλεονέκτημα γι’ αυτήν. Επί πλέον ο
περιορισμός των κατακτητών, κυρίως στις διοικητικές και στρατιωτικές
δραστηριότητες, άφηνε ελεύθερο το πεδίο για την ανάπτυξη βιοτεχνικών, εμπορικών
και χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων στις επι-μέρους εθνότητες, ιδιαίτερα στους
Έλληνες, τους Εβραίους, τους Αρμένιους. Τέλος η πολυεθνική και πολυεθνοτική
συγκρότηση της αυτοκρατορίας, και κατ’ εξοχήν στις μεγάλες πόλεις, ευνοούσε την
συγκρότηση των πληθυσμών κατά κοινότητες. Έτσι το κοινοτικό πνεύμα και η
κοινοτική μορφή οργάνωσης κυριαρχούν σε όλα τα πεδία. Η ανάπτυξη του ναυτικού
θα γίνει με κοινοτικές-συνεργατικές μορφές (αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα
εξισωτικές˙ ο καπετάνιος-πλοιοκτήτης παίρνει περισσότερα μερδικά από τους
απλούς ναύτες, ωστόσο η συνεταιριστική μορφή παραμένει κυρίαρχη.) Τον ίδιο θα
συμβεί με το τσελιγκάτο, στην κτηνοτροφία, με τις στρατιωτικές
κοινότητες των Σουλιωτών και των Μανιατών, με τις κοινότητες των Ελλήνων στη
Βιέννη και τη Βουδαπέστη. Οι κοινότητες θα δημιουργήσουν τα σχολεία και τα
πρώτα νοσοκομεία, και θα επιβάλλουν ακόμα και το δίκαιό τους, παράλληλα με το
Οθωμανικό ή το εκκλησιαστικό δίκαιο. Ακόμα και στην Επανάσταση του 1821 η κύρια
μορφή οργάνωσης των ένοπλων δυνάμεων, θα είναι κοινοτική.
Ωστόσο, και παρά το γεγονός ότι στα πρώτα Συντάγματα
αναγνωρίζεται η σημασία και ο ρόλος της κοινότητας, όπως επίσης και από την
διακυβέρνηση του Καποδίστρια, μέχρι την Ε’ Εθνοσυνέλευση το 1832, και γίνεται
μια προσπάθεια συγκερασμούκοινοτικής και συγκεντρωτικής οργάνωσης, στη
συνέχεια, η βαυαροκρατία θα εγκαθιδρύσει ένα καθεστώς που θα βρίσκεται στον
αντίποδα της παλιάς κοινοτικής οργάνωσης. Και αυτό το καθεστώς θα παραμείνει
αναλλοίωτο μέχρι το 1912, ξεριζώνοντας βίαια την κοινοτική παράδοση της χώρας.
Οι δημοτικοί θα διορίζονταικαι η κοινότητα θα λειτουργεί ως κρατική
διοικητική υποδιαίρεση. Μόνο με το Σύνταγμα του 1912, μετά την επανάσταση του
1909, και από το 1925 και μετά, το Σύνταγμα θα αναγνωρίσει την σημασία της
κοινότητας και θα αναθέσει στο κράτος μόνο την εποπτεία στους κοινοτικούς και
δημοτικούς οργανισμούς. Όμως μετά τον πόλεμο και ως συνέπεια του εμφυλίου, το
σύστημα θα γίνει και πάλι απόλυτα συγκεντρωτικό, με αποκορύφωμα το χουντικό
Σύνταγμα του 1968. Η εκπαίδευση θα αφαιρεθεί σε όλες τις βαθμίδες της από τις
κοινότητες, καθώς και πολλοί οργανισμοί κοινής ωφέλειας (οργανισμοί
ηλεκτροδότησης, συγκοινωνιών, κλπ.). Το συγκεντρωτικό κράτος θα στηριχτεί πλέον
και στην πληθυσμιακή και οικονομική συρρίκνωση των κοινοτήτων και θα ταυτιστεί
με το Αθηνοκεντρικό κράτος. Αν ηΑθήνα αντιπροσώπευε κάποτε ένα
πολλοστημόριο του συνολικού πληθυσμού και μέχρι το 1941 δεν θα ξεπερνά το 10%
του συνόλου, στα 2001 θα αντιπροσωπεύει το 35-40% και οι αγροτικές κοινότητες
–ιδιαίτερα οι ορεινές–, βάθρο του αρχέγονου κοινοτισμού, θα συρρικνωθούν μέχρις
εξαφανίσεως. Η είσοδος εκατομμυρίων προσφύγων, μετά το 19222, η εσωτερική και η
εξωτερική μετανάστευση, η καταστροφή των παλιών συνοικιών και της γειτονιάς, η
μαζική είσοδος ξένων μεταναστών από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, η
εκβιομηχάνιση και η αυξανόμενη διαφοροποίηση χώρου κατοικίας και χώρου εργασίας
στις μεγαλουπόλεις, αποτέλεσαν παράγοντες παραπέρα αποσύνθεσης της παραδοσιακής
κοινοτικής δομής .
Ένας επί πλέον αποφασιστικός παράγων για την υποχώρηση
του κοινοτικού ήθους υπήρξε η καταστροφή του ευρύτερου ελληνισμού, που
συντηρούσε την κοινοτική παράδοση έξω από το ελλαδικό κράτος. Οι κοινότητες της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, –στα Βαλκάνια και τη Μικρά Ασία– της Αιγύπτου, της
Μέσης Ανατολής, της Μεσευρώπης, της Νότιας Ρωσίας, η μια μετά την άλλη, θα
συρρικνωθούν βίαια ή σταδιακά, από το 1914 και στο εξής, διαδικασία που θα συνεχίζεται
ακόμα και σήμερα, με το ξερίζωμα των Βορειοηπειρωτών και των Ελλήνων της πρώην
Σοβιετικής Ένωσης. Και αυτές οι κοινότητες του ευρύτερου ελληνισμού συνέχιζαν
μια παράδοση τριών ή τεσσάρων χιλιάδων χρόνων που φαίνεται να οδηγείται στο
οριστικό τέλος της. Οι πολυεθνικές αυτοκρατορίες, ιδιαίτερα η Οθωμανική,
επέτρεπαν την επιβίωση των διαφορετικών εθνικών και θρησκευτικών κοινοτήτων ή
μιλέτ. Είναι χαρακτηριστικό πως ενώ το 1864 με το νέο Σύνταγμα στην Ελλάδα
αγνοούνταν πανηγυρικά ο ρόλος των κοινοτήτων, την ίδια στιγμή, το 1865 το
Οθωμανικό Σύνταγμα αναβάθμιζε το ρόλο των νομαρχιών, ενώ οι κοινότητες
συνέχιζαν να παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην εκπαίδευση, την κοινωνική πρόνοια,
τη θρησκεία κ.λπ. που το κεντρικό κράτος εγκατέλειπε στα χέρια των κοινοτήτων.
Αντίθετα τα νέα εθνικά κράτη συγκροτήθηκαν ακριβώς επί τη βάσει της συντριβής
των κοινοτήτων, εξέλιξη που για έναν λαό “κοινοτικό”, όπως οι Έλληνες, υπήρξε
καθοριστικό. Η συρρίκνωση του ελληνισμού υπήρξε ταυτόσημη με την
κατάρρευση των κοινοτήτων και του αντίστοιχου ήθους.
Έτσι, στο εσωτερικό του ελλαδικού κράτους ο
συγκεντρωτισμός και έξω από αυτό ή συρρίκνωση του ελληνισμού, θα συμβάλλουν,
μέχρι τις μέρες μας, στην υποχώρηση του παραδοσιακού κοινοτισμού.
Από πρώτοι… έσχατοι
Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε μια παράδοξη, από πρώτη
άποψη εικόνα. Ένας λαός κατ’ εξοχήν κοινοτικός, όπως ο ελληνικός, εισάγοντας το
δυτικό –ευρωπαϊκό– συγκεντρωτικό πρότυπο διακυβέρνησης, που στηρίζεται στο
κοινοβουλευτικό ατομοκρατικό σύστημα δημοκρατίας, διαθέτει τους ασθενέστερους
κοινοτικούς θεσμούς από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, όπως και από τις χώρες του
Τρίτου Κόσμου!
Σε ότι αφορά στις ευρωπαϊκές χώρες, ο βαθμός
του συγκεντρωτισμού είναι μικρότερος: Το Παρίσι και το Λονδίνο φθάνουν μόλις το
20% του συνολικού πληθυσμού Γαλλίας και Αγγλίας˙ η περιφερειακή οργάνωση του
κράτους εδραία – από τα γερμανικά και ισπανικά ομόσπονδα κράτη έως τις ιταλικές
περιφέρειες˙ και οι κοινοτικοί θεσμοί κάθε είδους ασύγκριτα ισχυρότεροι – από
τις δημοτικές επιχειρήσεις έως τους πανίσχυρους σκανδιναβικούς και ελβετικούς
συνεταιρισμούς και τις εναλλακτικές επιχειρήσεις της Γερμανίας και τις
οικολογικές οργανώσεις με τα εκατομμύρια μέλη της Βρετανίας. Και αυτό διότι οι
κοινωνικοί και πολιτικοί αγώνες των υπόλοιπων ευρωπαϊκών λαών, όπου οι παραδοσιακές
κοινότητες συρρικνώθηκαν πολύ ενωρίτερα από την Ελλάδα, –ήδη από την εποχή του
διαφωτισμού– αποκρυσταλλώθηκαν σε νέα κοινοτικά ή κοινοτιστικά
μορφώματα που αντιστρατεύονται την ισοπεδωτική λογική του κεφαλαίου.
Στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, το παλιό κοινοτικό
πνεύμα είναι ακόμα πολύ ισχυρότερο, διότι η αποσύνθεση που έχει υποστεί από τη
λογική του κεφαλαίου μικρότερης κλίμακας και έκτασης απ’ ότι στην Ελλάδα. Ο μουσουλμανικός
κόσμος διέπεται από ένα πανίσχυρο κοινοτιστικό ήθος θρησκευτικού χαρακτήρα που διατηρεί
τη συνοχή της κοινωνίας και αντιτάσσει την κοινοτική θρησκευτική αλληλεγγύη
στις δυτικές αξίες (βλέπε τα δίκτυα αλληλεγγύης της “Χαμάς”, τις ισλαμικές
τράπεζες, το Ιράν, την εφαρμογή του “ζακάτ” στο Ιραν, κλπ). Στη Λατινική
Αμερικήσυνδυάζονται οι παλιές κοινοτικές αρχές των ινδιάνικων κοινοτήτων με
τη “θεολογία της απελευθέρωσης”, τις ευαγγελικές και προτεσταντικές αιρέσεις
και τα σύγχρονα επαναστατικά κινήματα (χαρακτηριστικές περιπτώσεις τα κινήματα
των Ινδιάνων Ζαπατίστας, η ιδεολογία του Τσάβες στη Βενεζουέλα, του Κόμματος
Εργασίας στη Βραζιλία). Στην Ινδία και τη Νοτιοανατολική Ασία
–Μπάγκλα Ντες, Μαλαισία, Ινδονησία, Σρι Λάνκα– η αγροτική κοινότητα είναι
πανίσχυρη ακόμα και έχουν δημιουργηθεί ρωμαλέα κινήματα για την υποστήριξη των
κοινοτήτων –η Γκράνμεν Μανκ στο Μπάγκλα Ντες που δανείζει και υποστηρίζει
εκατομμύρια φτωχούς αγρότες είναι μόνο ένα παραδειγμα. Η μαύρη Αφρική εξακολουθεί
να ζει ακόμα εν πολλοίς σε μια κοινοτική μορφή στο υπόβαθρο της οποίας
αναπτύσσονται νέες μορφές κοινοτικής αλληλεγγύης.
Το ελληνικό παράδοξο
Η Ελλάδα –και ίσως το σύνολο του “ορθόδοξου
ευρωπαϊκού χώρου”– αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση και ένα “μυστήριο”
για την παραδοσιακή κοινωνιολογική σκέψη. Η καταστροφή του κοινοτικού ήθους δεν
θα πραγματοποιηθεί μέσα από την άμεση ξένη κατάκτηση και αποικισμό –αντίθετα
την εποχή της ξένης κατάκτησης θα ανθίσουν οι κοινότητες–, αλλά μέσα από την εθελούσια
προσχώρηση των ελίτ και των “λογίων” του ελληνικού κράτους στο δυτικό
υπόδειγμα. Ο ελληνικός κοινοτισμός θα καταρρεύσει όταν το ελληνικό έθνος θα
αντιπαρατεθεί με την ανάγκη δημιουργίας ευρύτερων συσσωματώσεων, είτε στους
αρχαίους χρόνους, είτε –κατ’ εξοχήν και παραδειγματικά– μετά την επανάσταση του
1821. Το κοινοτικό πνεύμα θαεκφυλίζεται σε πνεύμα διάσπασης,
αντιπαράθεσης και εμφυλίου, ενώ ο συγκεντρωτικός δεσποτισμός της βαυαροκρατίας
και γενικότερα του νεωτερικού έθνους-κράτους θα εμφανίζεται ως το μόνο αντίδοτο
στις “διαλυτικές” εκφάνσεις του εκφυλισμού του κοινοτικού πνεύματος. Η Αθηναϊκή
ομοσπονδία θα μεταβληθεί σε Αθηναϊκή τυραννία στην αρχαία Ελλάδα, ενώ η
καποδιστριακή απόπειρα ενός συγκερασμού εθνικού κράτους και κοινότητας θα
αποδειχτεί βραχύβια και θα λήξει τραγικά μέσα από την δολοφονία του κυβερνήτη.
Εν τέλει θα επιβληθεί ένα μοντέλο συγκεντρωτικού κράτους που θα βρίσκεται στον αντίποδα
της κοινοτικής οργάνωσης, και το οποίο σταδιακώς θα συρρικνώσει τις δυνάμεις
του ελληνισμού, παρόλο που το έθνος-κράτος θα εμφανίζεται ταυτόχρονα ως η μόνη
καταφυγή για τη διάσωση του, σε έναν κόσμο που θα κυριαρχείται από τα έθνη κράτη
και θα αποκλείει την κοινοτική μορφή οργάνωσης.
Η εποχή των εθνών-κρατών, στον 19ο και κατ’
εξοχήν τον 20ό αιώνα, θα συνοδευτεί με την κυριολεκτική κατάρρευση του
κοινοτικού ήθους και –πράγμα ταυτόσημο– της ισχύος και της επιρροής του
ελληνισμού. Αυτή η συρρίκνωση θα συμβάλει αποφασιστικά και στην μεταβολή του
κοινοτικού ήθους σε έναν διεστραμμένοοικογενειοκρατικό ατομισμό, ως
υποκατάστατου του κοινοτικού ήθους. Το κοινοτικό ήθος θα υποστραφεί σε
τετράστενη οικογενειοκρατία. Εδώ θα πρέπει να αναζητήσουμε και την αδυναμία
της συγκρότησης ενός σύγχρονου κοινωνικού και συλλογικού ήθους στην Ελλάδα. Το
συλλογικό, στη δική μας παράδοση είναι κοινοτικό και κοινοτιστικό και μόνο μια
“ομοσπονδιακού” τύπου δομή θα επέτρεπε την μετεξέλιξή του. Η αποκλειστική δυνατότητα
για την ομαλή μετεξέλιξη του ελληνικού ήθους ήταν μόνο μια ομοσπονδιακή
μετεξέλιξη του κοινοτισμού, τέτοια που φάνηκε να διαγράφεται στα πρώτα χρόνια
της επανάστασης του ’21 ή σε μικρότερη κλίμακα στην “Ελεύθερη Ελλάδα” στη
διάρκεια της Αντίστασης ενάντια στους Γερμανούς. Το συγκεντρωτικό πρότυπο που
επιβλήθηκε μετά το 1832 μαζί με το κοινοτικό πνεύμακατέπνιξε και
κάθε δυνατότητα για τη συγκρότηση ενός ελληνικού συλλογικού ήθους. Αντ’ αυτού
επιχειρήθηκε να επιβληθεί βιαίως μια δυτικού τύπου συλλογικότητα –ταύτιση με το
κράτος– η οποία παρήγαγε ένα υποκείμενο που αδυνατεί να αναχθεί στο γενικό
συμφέρον, μια και αυτό εμφανίζεται ως ένα ξενόφερτο και επιβεβλημένο κράτος και
εγκλωβίζεται σε μια οικογενειοκρατική ατομικότητα, υποκατάστατο και εκφυλισμένη
μορφή της παλιάς κοινοτικής ατομικότητας.
Και όμως η “εκσυγχρονιστική” θεωρία και πρακτική όχι
απλώς δεν διδάσκεται από την αποτυχία διακόσιων χρόνων κρατοκεντρικού
“εκσυγχρονισμού”, αλλά αντίθετα, ακόμα και σήμερα, επιχειρεί να μας πείσει για
την ανάγκη παραπέρα “εμβάθυνσης” στο δρόμο του “εκσυγχρονισμού” ώστε να
συγκροτηθεί μια “μοντέρνα” ατομικότητα. Ο Στέλιος Ράμφος, στον Καημό
του ενός και τα άλλα του πονήματα, κατακεραυνώνει τον οικογενειοκρατικό
ατομισμό των ελλήνων και μας καλεί “επί τέλους” να ενστερνιστούμε το δυτικό
πρότυπο της εξατομίκευσης, η οποία δεν είναι οικογενειοκρατική αλλά
μοναδοκρατική! Και αυτό, τη στιγμή που το δυτικό πρότυπο καταρρέει στην ίδια τη
Δύση και η εισβολή του στην Ελλάδα τείνει να εκθεμελιώσει και τα τελευταία
υπολείμματα του παλιού συλλογικού πνεύματος, το οποίο για να διασωθεί
καταφεύγει στο οικογενειακό σύστημα και την Παράδοση –εθνική, πολιτιστική
και θρησκευτική. Και όμως ο ηροστράτειος εκσυγχρονισμός κανοναρχεί καθημερινά
“θάνατος στην παράδοση” για να γίνουμε επιτέλους δυτικοί, χωρίς να υποπτεύεται
πως χάνοντας τη δική μας παράδοση δεν γινόμαστε δυτικοί ούτε ενστερνιζόμαστε τη
δυτική μορφή της εξατομίκευσης, αλλά αντίθετα μεταβαλλόμαστε σε παρίες και
μπαίγνια της Δύσης. Μέσα σε έναν αιώνα από τους “πρώτους στην Ανατολή” γίναμε
οι “έσχατοι της Δύσεως”.
Παγκοσμιοποίηση
και κοινοτισμός
Το ερώτημα
επιστρέφει αδήριτο. Αυτό που δεν μπορέσαμε να κάνουμε στον 19ο και
τον 20ό αιώνα, όταν ακόμα ήταν ενεργή και λαμπρή η κοινοτική μας
παράδοση, είναι δυνατό να το πραγματοποιήσουμε σήμερα, πάνω στα συντρίμμια
του ελληνικού τρόπου; Είναι δυνατό το κοινοτικό ήθος και η κοινοτική μορφή
οργάνωσης νααναβιώσουν την εποχή των μεγαπόλεων, των τεράστιων
μετακινήσεων πληθυσμών, των πολυεθνικών επιχειρήσεων; Μήπως πρόκειται απλώς για
μια ρομαντική φυγή από την πραγματικότητα χωρίς καμιά δυνατότητα εκπλήρωσης;
Eίμαστε πεισμένοι πως ακόμα και το
όνειρο θα ήταν προτιμότερο από την απάνθρωπη και αποκρουστική ουτοπία που
βαφτίζεται ως ο ρεαλισμός του παρόντος. Και όμως δεν είναι ονειροφαντασία, αλλά
το μόνο εναλλακτικό πρόταγμα που μπορεί να τεθεί σήμερα, ένα πρόταγμα που
στηρίζεται σε αυθεντικές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις και
κινητοποιεί δεκάδες ή και εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον πλανήτη
και έχει πάρει τη μορφή του αντι-παγκοσμιοποιητικού κινήματος.
Σήμερα, μετά την αποτυχία των παγκοσμιοποιητικών
συστημάτων, –του υπαρκτού σοσιαλισμού και του νεοφιλελευθερισμού– ο
κοινοτισμός, ή ακριβέστερα οι πολλαπλές μορφές του κοινοτισμού, αναδεικνύεται
στη μοναδική οικουμενικήεναλλακτική πρόταση απέναντι στη
παγκοσμιοποίηση. Από τους Ζαπατίστας που προσπαθούν να οικοδομήσουν ένα
κοινοτιστικό μοντέλο αυτοδιοίκησης έως τουςΙνδούς αγρότες, περνώντας από
τις κοινοτικές εμπειρίες του Πόρτο Αλέγκρε στη Βραζιλία, και φθάνοντας
στους συνεταιρισμούς του Μοντραγκόν, στη χώρα των Βάσκων, κ.λπ. κ.λπ. η καρδιά
του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος κτυπάει στην κατεύθυνση του κοινοτισμού.
Και οι οικονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις αρχίζουν να είναι και πάλι
ευνοϊκές για ένα τέτοιο μοντέλο.
Η ανάπτυξη της πληροφορικής και του Διαδικτύου αφαιρεί
παραδόξως από τους μεγάλους και κεντρικούς σχηματισμούς τα πλεονεκτήματά
τους έναντι των μικρών και έκκεντρων. Πλέον η πρόσβαση στις πληροφορίες και την
τεχνολογία είναι ανοικτή σε όλους. Οι μεγάλες μονάδες παραγωγής συρρικνώνονται
και επεκτείνονται μικρότερες, διασυνδεδεμένες μεταξύ τους, μονάδες. Η αποτυχία
της βιομηχανικής γεωργίας στον τομέα των τροφίμων επαναφέρει την παραδοσιακή
και βιολογική καλλιέργεια. Οι εναλλακτικές πηγές ενέργειας, ήλιος,
αέρας, νερό, δίνουν τη δυνατότητα της επανατοπικοποίησης της παραγωγής της
ενέργειας. Τέλος η παγκοσμιοποίηση εισέρχεται σε περίοδο κρίσης
–κατάρρευση των χρηματιστηρίων, “σύγκρουση των πολιτισμών” μετά την 11η
Σεπτεμβρίου, σταδιακή επιστροφή του οικονομικού προστατευτισμού λόγω των κολοσσιαίων
ελλειμμάτων των ΗΠΑ. Κρίση, η οποία οδηγεί σε μείωση των μετακινήσεων, επιβράδυνση
της επέκτασης των μεγαπόλεων και περιορισμό της δυνατότητας “εξαγωγής”
των αντιθέσεων και αδιεξόδων του Τρίτου Κόσμου προς τις Μητροπόλεις. Τα διεθνή
μεταναστευτικά ρεύματα θα περιοριστούν – βλέπε την αντιμεταναστευτική πολιτική
της Ε.Ε. Οι οικολογικές συνέπειες ενός τύπου ανάπτυξης στηριγμένου στην καύση
του άνθρακα –φαινόμενο του θερμοκηπίου κλπ.– θα οδηγήσουν στην κρίση του και θα
ενισχύσουν τις εναλλακτικές και αποκεντρωμένες πηγές ενέργειας. Τέλος η μεγάληπληθυσμιακή
έκρηξη του 20ου αιώνα που οδήγησε σε τετραπλασιασμό του πληθυσμού του πλανήτη
και σε επίταση των μετακινήσεων μεταβάλλοντας σε φενάκη οποιαδήποτε κοινοτικού
τύπου ανάπτυξη, φαίνεται πως οδηγείται στο τέλος της και σε 30 έως 50 χρόνια ο
πληθυσμός του πλανήτη θα σταθεροποιηθεί, ενώ στην Ευρώπη απειλείται ήδη και
μείωση των πληθυσμών.
Ο συνδυασμός όλων αυτών των παραγόντων,
δημιουργεί τους αντικειμενικούς οικονομικο-κοινωνικούς όρους για μια δυναμική επιστροφή
του κοινοτικού φαινομένου σε παγκόσμια κλίμακα. Ταυτόχρονα η αποτυχία
των κολεκτιβιστικών μοντέλων και το αδιέξοδο του νεοφιλελευθερισμού, στρέφει
και πάλι την αναζήτηση προς μορφές οικογενειακής, συνεταιριστικής και
κοινοτιστικής παραγωγής.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες είναι δυνατό να ενεργοποιηθεί
και στην Ελλάδα το καταπιεσμένο κοινοτιστικό ήθος, να συναντήσει τα νέα
παγκόσμια ρεύματα του κοινοτισμού, και να έχουμε επί τέλους μια “ενάρετη” μεταστροφή
της οικογενειοκρατικής εξατομίκευσης προς την κοινοτική κοιτίδα της, και τη
συγκρότηση ενός “ομοσπονδιακού” δημόσιου χώρου.
Υπό το φως αυτών των διαπιστώσεων, η “επιστροφή” στον Καραβίδα
και τονΠανταζόπουλο, τον Μαλούχο και τον Μοσχοβάκη, τους
θεωρητικούς δηλαδή του νεοελληνικού κοινοτισμού, δεν αποτελεί απλώς ένα φόρο
τιμής σε μια χαμένη ευκαιρία του ελληνισμού, αλλά μία προσπάθεια επανασύνδεσης
με την κοινοτική παράδοση μέσα σε ένα νέο ιδεολογικό πλαίσιο, τοπικό και
παγκόσμιο, όπου οκοινοτισμός αναδεικνύεται και πάλι ως η μοναδική
εναλλακτική λύση έναντι του κολεκτιβισμού του κράτους ή της αγοράς.
Στην ίδια την Ελλάδα, μετά από μία περίοδο που
ευνοούσε την διάλυση των κοινοτήτων (1922-2000), υπάρχει μια δυνατότητα αναστροφής
των παλιότερων τάσεων. Το ρεύμα της μετανάστευσης των Ελλήνων έχει
εξαντληθεί προ πολλού, ενώ έχει παρέλθει και η στιγμή της μαζικής εισόδου ξένων
μεταναστών στην Ελλάδα (1985-2000). Οι επαρχιακές πόλεις
σταθεροποιούνται πληθυσμιακά και έχει κοπάσει η μαζική φυγή προς την Αθήνα. Η
Αθήνα έχει γίνει αβίωτη και το υψηλό περιβαλλοντικό και οικονομικό κόστος της
δημιουργεί ένα ασθενές ακόμα αλλά ενισχυόμενο ρεύμα απομάκρυνσης από αυτή, που
θα γίνει εντονότερο μετά το 2004 και την κατάρρευση που θα ακολουθήσει. Τέλος
ισχυροποιούνται και πάλι οι τάσεις για την ενίσχυση της τοπικοποίησης, στο
επίπεδο γειτονιάς και δήμου, μετά την τερατώδη αποεδαφικοποίηση που επέφερε η
αυτοκίνηση. Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι η ενίσχυση των τοπικών αγορών
στους περιφερειακούς δήμους της Αθήνας. Βεβαίως οι αντίθετες τάσεις
εξακολουθούν να είναι κυρίαρχες και κάποιες ενισχύονται (διάχυτη
προαστειοποίηση και δεύτερη κατοικία συνδεδεμένη με την αυτοκίνηση), ωστόσο δεν
είναι πλέον μοναδικές και αδιαμφισβήτητες. Οιτεχνολογικές εξελίξεις
επιτρέπουν την διάχυση πληροφοριών και υπηρεσιών στα πιο απομακρυσμένα μέρη
(π.χ. Τράπεζες ή ακόμα και τοπικές τηλεοράσεις και ραδιόφωνα), καθώς και την
αποκεντρωμένη παραγωγή ή επιδιόρθωση προϊόντων ή μηχανών. Η μεταβίβαση
αρμοδιοτήτων στους δήμους και τις περιφέρειες καθώς και οι δυνατότητες των
εναλλακτικών πηγών ενέργειας, τις οποίες μπορούν διαχειρίζονται ακόμα και οι
μικρότεροι δήμοι, δίνει τη δυνατότητα να μεταφερθεί το επίπεδο του
πολιτικού ενδιαφέροντος στο τοπικό πεδίο, δεδομένης μάλιστα της αποξένωσης από
το κεντρικό πολιτικό επίπεδο.
Και αν υπάρχει ένα σκάνδαλο στην Ελλάδα είναι
πως οι σύγχρονες κοινοτιστικές τάσεις –εναλλακτικές επιχειρήσεις στην Ευρώπη,
Πόρτο Αλέγκρε, αυτοδιαχείριση στην Αργεντινή, Ζαπατίστας, Μοντραγκόν στη Χώρα
των Βάσκων, εναλλακτικές κοινότητες νέων, θεραπευτικές κοινότητες,
βιοκαλλιεργειες, κ.λπ– προβάλλονται ή και υποστηρίζονται από ένα μέρος του λεγόμενου
ελληνικού αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος, χωρίς καμία αναφορά στην
εγχώρια κοινοτική παράδοση. Και αντίστροφα όσοι αναφέρονται σε αυτή παραμένουν
στην πλειοψηφία τους προσκολλημένοι στο παρελθόν ή τις επιβιώσεις της –Άγιο
Όρος, κοινοτικά στοιχεία του πολιτισμού (δημοτικοί χοροί) και της εκκλησίας
(ενορία)– χωρίς να επιχειρούν μία σύνδεσή τους τόσο με το διεθνές
κοινοτικό ρεύμα και πειραματισμούς, όσο και με τους αναγκαίους θεσμικούς
μετασχηματισμούς στο πολιτειακό επίπεδο (ενίσχυση της τοπικής αυτοδιοίκησης,
τοπικές επιχειρήσεις, συνεταιρισμοί, κλπ).