Κανείς δεν υπάρχει να βοηθήσει ανήμπορους ανθρώπους;
Πανεπιστημιακό νοσοκομείο Ιωαννίνων σε εφημερία. Ώρα αιχμής...
Πολλοί, πάρα πολλοί οι ασθενείς που περιμένουν τη σειρά τους υπομονετικά, συντροφιά με κάποιο δικό τους. Άλλοι βαρύτερα διαμαρτύρονται γιατί αργούν. Παιδάκια με πυρετό ή τραύματα κλαίνε. Γιατροί και νοσηλευτές στο πόδι, πηγαινοέρχονται ασταμάτητα.
Με μειωμένο προσωπικό και δύσκολες συνθήκες αγωνίζονται κι αυτοί να κάνουν το καλύτερο. Κρέμονται απάνω τους οι συγγενείς. Δύσκολες ώρες...
Απ’ το μακρύ διάδρομο ξεπροβάλει μια γυναίκα, εκεί γύρω στα σαράντα. Ίσως και μικρότερη και η δυστυχία την κάνει να μεγαλοδείχνει.
Σέρνει με κόπο τα πόδια της. Θολό και φευγάτο το βλέμμα της. Ταλαιπωρημένο το κολάν και το μπλουζάκι. Προχειροδεμένα σε αλογοουρά τα μαλλιά της.
Στην πλάτη μισοανοιγμένος ο σάκος της. Τον κουβαλάει τρεκλίζοντας. Εκεί όλα τα υπάρχοντά της. Φαίνεται ένα χαρτί υγείας, ένα εσώρουχο, οι εξετάσεις δεμένες με λάστιχο, ένα μπουκάλι νερό και προπαντός η δυστυχία της, που περιφέρεται ανήμπορη και εξαντλημένη από πόρτα σε πόρτα.
Την παραπέμπουν από ιατρείο σε ιατρείο, από... τον Άννα στον Καϊάφα.
Ο πόνος που δεν βρίσκει τόπο ν’ ακουμπήσει. Η εγκατάλειψη που ψάχνει μάτι να την συμπονέσει.
Η απελπισία που παραπατώντας προσπαθεί να κρατηθεί για να μη σωριαστεί. Μόνη, χωρίς συνοδό, χωρίς γνωστό. Ασυνόδευτο «δέμα» χωρίς προορισμό... Σαν παρατημένο σκυλί... Τι λέω; Αδικώ του φιλόζωους. Γιατί υπάρχει Εταιρεία Προστασίας Ζώων! Που φροντίζει, μαζεύει τα αδέσποτα, τα παρατημένα, τα κακοποιημένα, τα ανήμπορα, και τα περιθάλπει.
Για τους ανθρώπους τους μόνους, τους ανήμπορους, τους μοναχικούς, τους εξαρτημένους, τους άρρωστους, που παραπατούν γυρεύοντας γιατριά, ενδιαφέρον, ελπίδα σ’ ένα μεγάλο νοσοκομείο. Θα ήταν πολυτέλεια μεγάλη, μια υπηρεσία που να τους βοηθάει, να τους καθοδηγεί, να τους στηρίζει στη δύσκολη της αρρώστιας ώρα, ένα καλός Σαμαρείτης, να δένει τις πληγές του κορμιού και της ψυχής; Έτσι που να μη μπαίνουμε σε πειρασμό να κάνουμε τη σύγκριση: Σκυλίσια ή ανθρώπινη ζωή;