Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2017

Η «γέννηση» της Ηπείρου…


Η «γέννηση» της Ηπείρου…


Κατά την Ελληνική μυθολογία πρώτος βασιλιάς της Ηπείρου ήταν κάποιος ονομαζόμενος Φαέθων (όχι ο Απόλλων). Άλλοι υποστηρίζουν ότι βασίλευσε στην Ήπειρο ο Δευκαλίων και η Πύρρα, οι μυθικοί  γεννάρχες των Ελλήνων, που επέζησαν από τον μεγάλο κατακλυσμό, (ο κατακλυσμός υπάρχει σε όλες τις θρησκείες), και  που γέννησαν τον Έλληνα, ο οποίος παντρύτηκε τη Νύμφη Ορσηίδα και γέννησε τον Αίολο τον Δώρο και τον Ξούθο, ο οποίος Ξούθος γέννησε τον Αχαιό και τον Ίωνα. Και από αυτούς πήραν το όνομα τους οι Ίωνες οι Αχαιοί οι Αιολείς και οι Δωριείς.
 Κατά αρχαίους Έλληνες συγγραφείς βασιλιάς της Ηπείρου ήταν ο Αηδονεύς.
Κατά τον Παυσανία, μετά την πτώση της Τροίας, πρώτος κατέβηκε στην Ήπειρο ο Πύρρος, γιος του Αχιλλέα. Λεγόταν Πύρρος γιατί ήταν πυρρότριχος, ξανθομάλλης. Αργότερα ονομάστηκε Νεοπτόλεμος (πήγε νέος στον πόλεμο). Με τη γυναίκα του
την Ανδρομάχη (γυναίκα του Έκτορα) γέννησε τον Μολοσσό.
Ένας από τους μυθικούς βασιλιάδες της Ηπείρου είναι ο Πελασγός. Γιος του Δία και της Νιόβης ο Πελασγός, βασιλιάς της Αρκαδίας, έδωσε το όνομά του σε ολόκληρη την Ελλάδα, όπως βεβαιώνει ο Ηρόδοτος (Ηρόδοτος, Β 54-57): «της νυν Ελλάδος, πρότερον δε Πελασγίης καλουμένης».
Κατά την τρίτη προχριστιανική χιλιετία οι Πελασγοί, κατά μία εκδοχή, είχαν απλωθεί σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής. Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι οι Πελασγοί ήταν αυτόχθονες στην Ελλάδα. Μέχρι το 1500 π.Χ. οι Πελασγοί κυριαρχούσαν. Ένα από τα πιο ισχυρά πελασγικά κράτη ήταν το κράτος της πελασγικής φυλής των Μινυών, με πρωτεύουσα την πανάρχαια πόλη του Ορχομενού της Κωπαΐδας. Τα κυκλώπεια τείχη στο Γλα της Κωπαΐδας είναι δημιουργήματα των Μινυών.
Και ο Όμηρος και ο Αισχύλος κάνουν λόγο για πελασγικές χώρες. Ο Στράβων (1ος αι. π.Χ. – 1ος αι. μ.Χ.) θεωρεί τους Πελασγούς ως τους αρχαιότατους που κυβέρνησαν τις Ελληνικές πόλεις: «Οι δε Πελασγοί των περί την Ελλάδα δυναστευσάντων αρχαιότατοι λέγονται».
Ο ιστορικός Προκόπιος (6ος αι. μ.Χ.), (Προκόπιος, Περί πολέμων 5.15.25) θέτει ως τελευταίο όριο της Ηπείρου την Επίδαμνο (Δυρράχιο): «Του δε κόλπου εκτός πρώτοι μεν Έλληνές εισιν, Ηπειρώται καλούμενοι, άχρι Επιδάμνου πόλεως, ήπερ επιθαλασσία οικείται». Η Επίδαμνος (Δυρράχιο) ήταν αποικία των Κορινθίων.
Από τα δεκατέσσερα Ηπειρωτικά φύλα που κατοίκησαν την Ήπειρο, τα σημαντικότερα ήσαν οι Θεσπρωτοί, οι Χάονες και οι Μολοσσοί. Οι Θεσπρωτοί και οι Χάονες υπήρξαν οι αρχαιότεροι κάτοικοι της Ηπείρου. Οι Χάονες κατοικούσαν στην περιοχή που σήμερα ονομάζουμε Βόρειος Ήπειρος. Οι Μολοσσοί ή Πυρριάδες, (που μάλλον ήταν Μακεδονικό φύλλο), προέρχονται από τον Μολοσσό, γιο του Πύρρου ή Νεοπτόλεμου και της Ανδρομάχης, που ήρθε και εγκαταστάθηκε κοντά στη Δωδώνη, (στον σημερινό Νομό Ιωαννίνων δηλαδή), στην περιοχή που την ονόμασαν οι ίδιοι Μολοσσία. Η Θεσπρωτία ήταν το κομμάτι μεταξύ των ποταμών Θύαμη (Καλαμά) και Αχέροντα και κατοικούνταν από Αρκάδες Πελασγούς, οι οποίοι στη Θεσπρωτία είχαν ιδρύσει πολλές πόλεις. Θεσπρωτία, πριν έρθουν οι Μολοσσοί,  ονομαζόταν ολόκληρη η Ήπειρος. Στη Θεσπρωτία βρισκόταν η Δωδώνη, η Φηγός (ιερή βελανιδιά), το Νεκρομαντείο, ο ποταμός Αχέροντας που οδηγούσε στην Αχερουσία λίμνη.
Ο Αριστοτέλης (4ος π.Χ. αι.) γράφει ότι ο κατακλυσμός έλαβε χώρα γύρω από την Δωδώνη, που την κατοικούσαν οι Σελλοί, οι οποίοι «τότε ονομάζονταν Γραικοί και τώρα Έλληνες». «Και γαρ ούτος (σ.σ. ο κατακλυσμός) περί του Ελληνικού εγένετο τόπου μάλιστα, και τούτου περί την Ελλάδα την αρχαίαν, αύτη δ’εστίν η περί Δωδώνην και τον Αχελώον… Ώκουν γαρ οι Σελλοί ενταύθα και οι καλούμενοι τότε μεν Γραικοί, νυν δ’ Έλληνες». Η χώρα αυτή κατά τον Στράβωνα χαρακτηρίζεται «τραχεία και Εύανδρος».
Το πανάρχαιο Μαντείο της Δωδώνης ιδρύθηκε κατά πολλούς αρχαίους συγγραφείς πριν από τον κατακλυσμό. Ο Ησίοδος γράφει επίσης για την ιερή βελανιδιά, τη Φηγό, το ιερό δένδρο που το θεωρούσαν ως κατοικία του Δία και της Διώνης. Με το θρόισμα των φύλλων της Φηγού και το λάλημα των περιστεριών που φώλιαζαν στα κλαδιά της, έδινε τις θελήσεις του Δία, τις οποίες οι υποφήτες (προφήτες) ιερείς της Δωδώνης ερμήνευαν και παραχωρούσαν τους χρησμούς για πολλούς αιώνες στους προσερχόμενους πιστούς. Την βελανιδιά λάτρευαν οι Κέλτες στη Γαλατία που είχαν ιερείς τους Δρυίδες. Οι Δρυίδες δεν πίστευαν σε 12θεο, αλλά σε τριαδική θεότητα.
Την αρχαιότερη μαρτυρία για το μαντείο της Δωδώνης μας δίνει ο Όμηρος, που παρουσιάζει τον Αχιλλέα να προσεύχεται στον Δία τον Πελασγικό να βοηθήσει τον φίλο του τον Πάτροκλο: «Ζεύ, άναξ Δωδωναίε, Πελασγικέ, τηλόθι ναίων Δωδώνης μηδέων δυσχειμέρου, αμφί δε Σελλοί σοι ναίουσ’ υποφήται ανιπτόποδες χαμαιεύναι», δηλαδή: Δία, βασιλιά, Πελασγικέ, που κυβερνάς από μακριά τη Δωδώνη την κακοχείμωνη και γύρω κατοικούν οι Σελλοί, οι ερμηνευτές σου, αυτοί που δεν πλένουν τα πόδια τους και κοιμούνται καταγής.
Οι Έλληνες πήραν το όνομά τους από τους Σελλούς που κατοικούσαν στη Δωδώνη και έδινε στο μαντείο τους ιερείς. Μια άλλη εκδοχή θέλει τους Σελλούς να είναι ιερείς του μαντείου. Από την ονομασία Σελλοί ή Ελλοί προήλθε η ονομασία Έλληνες, η οποία υιοθετήθηκε από ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο, ενώ το όνομα Γραικός εξαφανίστηκε γρήγορα. Παρέμεινε μονάχα στις ακτές του Ιονίου και από εκεί μεταβιβάστηκε στους Ρωμαίους όταν επιβλήθηκε ο Χριστιανισμός. Γραικός θεωρούνταν ο κάτοικος της Ελλάδας που ήταν αγρότης, αμόρφωτος και ακαλλιέργητος χριστιανός και φτωχός, σε αντίθεση με τον Έλληνα που ήταν ο πλούσιος μορφωμένος που πίστευε στο 12θεο. Και από τους Ρωμαίους και τους Βυζαντινούς αυτό μεταφέρθηκε στους Ευρωπαίους.
Οι Θεσπρωτοί, οι Χάονες και οι Μολοσσοί αργότερα υποτάχθηκαν στους Μολοσσούς και συνενώθηκαν σε ένα βασίλειο υπό τον βασιλέα των Μολοσσών Θαρύπα. (Βέβαια για τους Ηπειρώτες, όπως και για όλους τους Έλληνες, η βασιλεία ήταν τυπική. Όλες οι αποφάσεις πέρνονταν Δημοκρατικά, στο Κοινό των Ηπειρωτών που ήταν κάτι παρόμοιο με την σημερινή Βουλή, και πιο πριν από το Κοινό των Θεσπρωτών). Ο Θαρύπας είχε εκπαιδευτεί στην Αθήνα και ήταν αυτός που διέδωσε τον αθηναϊκό πολιτισμό στην Ήπειρο. Τα τρία αυτά Ηπειρωτικά φύλα μαζί με τους Κασσωπαίους (η Κασσώπη είναι ο σημερινός Νομός Πρεβέζης και ήταν αποικία των Ηλείων) και τους Αμβρακιώτες (η Αμβρακία είναι η σημερινή Άρτα, και ήταν αποικία των Κορινθίων), γειτόνευαν με τους Ιλλυριούς (που δεν ήταν Αλβανοί) και είχαν φιλικές σχέσεις. Ήταν όμως και οι πρώτοι που αντιμετώπιζαν την εχθρότητά τους.
Μετά τον θάνατο του Πύρρου σχηματίστηκε η Ηπειρωτική Συμμαχία, μια συνομοσπονδία που συνένωσε όλα τα Ηπειρωτικά φύλα. Αντίπαλοι της Συμμαχίας ήταν οι Ιλλυριοί (οι οποίοι δεν είναι Αλβανοί, οι οποίοι Αλβανοί ήρθαν από τον Καύκασο τον 1ο αιώνα μ.χ.).
Η Ήπειρος γενικά άσκησε σημαντικές επιδράσεις στη σημερινή νότια Αλβανία, σε σημείο που πολλοί συγγραφείς να μιλούν ότι οι Τόσκηδες Αλβανοί δεν παρουσιάζουν καμιά διαφορά από τους Έλληνες. Οι σημερινοί Αλβανοί προσπαθούν να αποδείξουν ότι τα ηπειρωτικά αυτά φύλα ήταν Αλβανοί. Τους διαψεύδουν όμως τα γεγονότα. Οι Μολοσσοί γίνονταν δεκτοί στους μεγάλους αθλητικούς αγώνες των Ελλήνων, στους οποίους λάμβαναν μέρος αποκλειστικά Έλληνες. Στους αγώνες αυτούς ποτέ δεν προσκλήθηκαν Ιλλυριοί (οι οποίοι όπως είπαμε δεν έχουν σχέση με τους σημερινούς Αλβανούς).
Την ελληνικότητα της ηπειρωτικής χώρας τη διαλαλούν τα ερείπια που είναι σπαρμένα παντού και τα οποία σε τίποτε δεν διαφέρουν από τις άλλες ελληνικές πόλεις της κυρίως Ελλάδας. Στον πόλεμο των Λακεδεμονίων κατά των Αθηναίων οι Ηπειρώτες συμμάχησαν με τους Λακεδαιμονίους και πολέμησαν κατά των Αθηναίων. Η οργή έκανε τον Θουκιδίδη να γράψει σε μια φράση τη λέξη βάρβαροι. «Βάρβαροι Χάονες ανασίλευτοι χίλιοι, ων ηγούντο Φώτιος και Νικάνωρ (…) Μολοσσούς δ’ήγε και Ατιντάνας Σαβύλινθος, επίτροπος Θαρύπου του βασιλέως, έτι πειδός όντος».
Πολλοί συγγραφείς αποδίδουν τη λέξη «βάρβαροι» στην πολιτιστική βαθμίδα και στην ιδιάζουσα κατάσταση των Ηπειρωτών. Κατά την αρχαιότητα η Ήπειρος προς βορρά έφτανε ως τα Ακροκεραύνια και τον Κόλπο του Αυλώνα. Μέχρι την σημερινή Βόρειο Ήπειρο δηλαδή.
Κατά την Ρωμαϊκή κατάκτηση, η σημερινή Ήπειρος, μαζί με την Βόρεια Ήπειρο αποτέλεσαν την επαρχία της Ήπείρου, ενώ από εκεί και πάνω, στα μέρη που καταλαμβάνει η σημερινή Αλβανία, οι Ρωμαίοι την ονόμαζαν επαρχία της Νέας Ηπείρου. Και επι Βυζαντίου τα ίδια εσωτερικά σύνορα υπήρχαν, για την Ήπειρο και την Νέα Ήπειρο, αλλά οι Βυζαντινοί δεν την ονόμαζαν επαρχία, αλλά Θέμα. Παρεπιπτόντως, ο όρος Βυζαντινή αυτοκρατορία δεν υπάρχει σε κανένα αρχαίο γραπτό. Την ονόμασαν έτσι οι ιστορικοί του 20ου αιώνα για να την ξεχωρίζουν από την Ρωμαϊκή, που είχε γλώσσα τα λατινικά, ενώ η Βυζαντινή τα ελληνικά. Στα αρχαία κείμενα, μέχρι το τέλος της το 15ο αιώνα, περιγράφεται σαν Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Για αυτό το λόγο οι Οθωμανοί θεώρησαν ότι υποδούλωσαν τους Ρωμαίους, και τους κατοίκους τους ονόμασαν Ρωμιούς.
Ο Gvon Hahn, Αλβανολόγος, φίλος των Αλβανών, δεν κρύβει και τον ενθουσιασμό του για τους Έλληνες. Γράφει για το Πωγώνι: «Ο τόπος είναι περίφημος για την ωραιότητα των γυναικών του. Εδώ βρήκα πράγματι πολλούς γνήσιους ελληνικούς τύπους. Δύο κεφαλές μου έκαναν εντύπωση ζωντανεμένων αγαλμάτων. Και στα ελληνικα χωριά της Δρόπολης Αργυροκάστρου με εξέπληξαν μερικές φορές η ελληνική κατατομή των κρανίων και των χαρακτηριστικών του προσώπου» (Ευαγγελίδης Δημ., Η Βόρειος Ήπειρος, 1919, σ.74).
Ο Κοσμάς ο Θεσπρωτός (1780-1852) γράφει ότι στην Ήπειρο βρίσκονταν πολλές αρχαιοελληνικές αποικίες, που είχαν βασιλιάδες και ελληνικούς νόμους και γι’ αυτό οι Ηπειρώτες ήταν περισσότερο πολιτισμένοι παρά οι Ιλλυριοί.