Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 16 Μαρτίου 2017

Βλάχοι εκτοπισμένοι στον πόλεμο του ‘40


Βλάχοι εκτοπισμένοι στον πόλεμο του ‘40

Του Γιώργου Μ. Βραζιτούλη, Βερολίνο
[Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Ηπειρωτικός Αγών» - 17.01.2017]
    Τον Νοέμβριο του 1940, λίγες μόνο μέρες μετά την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, οι ελληνικές αρχές ασφαλείας ξεκίνησαν μια σειρά συστηματικών συλλήψεων συγκεκριμένων προσώπων από διάφορα βλαχοχώρια της Πίνδου, για να τους μεταφέρουν σε νοτιότερες περιοχές της χώρας. Οι συλλήψεις αυτές αποσκοπούσαν στην απομάκρυνση από τις περιοχές κοντά στο μέτωπο όλων εκείνων, για τους οποίους πιθανολογούνταν η συνεργασία τους με τον εχθρό. Τα άτομα αυτά ήταν ήδη καταγεγραμμένα στις ελληνικές αρχές ασφαλείας, ως «ρουμανίζοντες» Βλάχοι, δηλαδή ως μέλη τοπικών μειονοτικών ρουμανικών κοινοτήτων, τα οποία εκδηλώνονταν αναλόγως δημόσια ή συμμετείχαν στα ρουμανικά σχολεία, που λειτουργούσαν σε ορισμένα χωριά και πόλεις της βόρειας Ελλάδας πριν τον πόλεμο.
  
Ο εσωτερικός κίνδυνος
Η επιχείρηση αυτή των ελληνικών αρχών ασφαλείας δεν ήταν μια ασυνάρτητη αντίδραση υπό την πίεση των πολεμικών γεγονότων των ημερών εκείνων, ούτε αφορούσε αποκλειστικά το βλάχικο στοιχείο. Όπως αναφέρεται σε σχετικό άρθρο του «Ιού» της «Ελευθεροτυπίας», ήδη το 1939 ο Κωνσταντίνος Μανιαδάκης, υφυπουργός Ασφαλείας της κυβέρνησης Μεταξά, μέσα από απόρρητες «κανονιστικές οδηγίες» προς τα Σώματα Ασφαλείας, καθόριζε τις ενέργειές τους σε περίπτωση γενικής επιστράτευσης. Εκτός από την κατάπνιξη και εξαφάνιση κάθε «αντιδραστικής ιδέας φιλειρηνικής και κατά του πολέμου και της υπάρξεως προπαγάνδας», τη δίωξη του «κομμουνισμού και της πολιτικής αντιδράσεως», τα Σώματα Ασφαλείας επιφορτίζονταν με την υποχρέωση της αυστηρής παρακολούθησης«των εν τη ημετέρα χώρα εγκατεστημένων αλλοδαπών και μειονοτήτων». Στον τελευταίο αυτό τομέα ενέπιπτε στη συγκεκριμένη συγκυρία και η πληθυσμιακή ομάδα των ρουμανιζόντων Βλάχων της Πίνδου, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, ο αριθμός των οποίων εκείνη την εποχή εκτιμούνταν από τις ελληνικές αρχές σε 6 έως 6,5 χιλιάδες άτομα, σε έναν συνολικό πληθυσμό περίπου 100 χιλιάδων βλαχόφωνων στην Ελλάδα.
Το καθεστώς Μεταξά άρχισε να παίρνει δραστικά μέτρα για τον ενδεχόμενο κίνδυνο από τους ρουμανίζοντες, αφού είχε ήδη ξεκινήσει ο πόλεμος, και μάλιστα ενώ βρισκόταν σε μια αποφασιστική του καμπή. Τι ακριβώς όμως είχε προηγηθεί;
Ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ο οποίος είχε ζήσει τα δραματικά γεγονότα από κοντά εκείνη την εποχή και τα αποτύπωσε στο γνωστό έργο του «Η πολιτική πλευρά του Κουτσοβλαχικού Ζητήματος», αναφέρει ότι τις τελευταίες βδομάδες πριν τον πόλεμο, μερικοί ρουμανίζοντες έκαναν διάφορες περίεργες κινήσεις γι’ αυτό και θεωρήθηκαν ύποπτοι κατασκοπείας. «Σε κουτσοβλαχικές περιοχές, βομβαρδισμοί ιταλικών αεροπλάνων τις δυο τρεις πρώτες ημέρες του πολέμου έδειξαν ότι ο εχθρός είχε ακριβείς πληροφορίες. Τις είχε από τους λίγους ρουμανίζοντες; Πιθανότατα.»υποστηρίζει ο μετσοβίτης πολιτικός και συγγραφέας και σημειώνει παρακάτω, ότι κατά την εισβολή των ιταλικών στρατευμάτων, τις πρώτες ημέρες του Νοεμβρίου του 1940, «οι πυρήνες των ρουμανιζόντων, μόνο αυτοί υποδέχτηκαν στα χωριά τους τον εχθρό ʺεν χορδαίς και τυμπάνοιςʺ»,  ενώ υπήρξαν περιπτώσεις κατά τις οποίες χρησιμοποιήθηκαν ως οδηγοί των εισβολέων στα περάσματα των ηπειρωτικών βουνών.
Οι παραπάνω δραστηριότητες ήταν συνδεδεμένες με την ταυτόχρονη παρουσία στα ιταλικά στρατεύματα του γνωστού Αλκιβιάδη Διαμάντη από τη Σαμαρίνα, ο οποίος είχε ήδη στο βιογραφικό του μια αποτυχημένη προσπάθεια ίδρυσης αυτόνομου βλάχικου «πριγκηπάτου» το 1917, όταν τα ιταλικά στρατεύματα είχαν καταλάβει για σύντομο χρονικό διάστημα ένα μεγάλο μέρος της Ηπείρου. Για τον Διαμάντη ο Αβέρωφ αναφέρει ότι, μέσα στο 1940 και πριν την κήρυξη του πολέμου, είχε ταξιδέψει όσο καμία άλλη προηγούμενη φορά στη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και την Ήπειρο, στήνοντας πιθανόν ένα δίκτυο πυρήνων από  ομοϊδεάτες του και συλλέγοντας διάφορες πληροφορίες. Αργότερα, κατά τις πρώτες ημέρες της ιταλικής εισβολής, εμφανίστηκε με τα ιταλικά στρατεύματα, όταν μπήκαν στην Κόνιτσα και θεωρήθηκε ως σημαντικός βοηθός τους, κατά την πορεία τους μέσα από την κοιλάδα του Αώου προς το Μέτσοβο.
Οι συλλήψεις
Ενώ λοιπόν οι Ιταλοί στις 4 Νοεμβρίου είχαν φτάσει μετά το Δίστρατο λίγο έξω από τη Βοβούσα, όπου η έξυπνη και ηρωική άμυνα ενός μόνον λόχου του Αποσπάσματος Πίνδου υπό τον λοχαγό Α. Παππά τους ανάγκασε σε οπισθοχώρηση, συμβάλλοντας έτσι αποφασιστικά στην ανατροπή των δεδομένων του πολέμου, αφού σήμαινε την αρχή της ελληνικής αντεπίθεσης και της άτακτης φυγής των ιταλικών δυνάμεων, τέθηκε στα μετόπισθεν σε εφαρμογή το σχέδιο αντιμετώπισης του πιθανού «εσωτερικού εχθρού». Σε όλη την διάρκεια του Νοεμβρίου, αλλά και αργότερα, άρχισαν να συλλαμβάνονται από την ελληνική χωροφυλακή «χαρακτηρισμένοι» ρουμανίζοντες και να οδηγούνται συγκεντρωτικά σε ένα στρατόπεδο στην Κόρινθο.
Κατά τη διάρκεια των συλλήψεων και μέσα στην αναμπουμπούλα του πολέμου φονεύθηκαν -άδικα εκ των υστέρων - δυο ρουμανίζοντες (από το Δίστρατο και τη Βοβούσα). Μεταξύ των εγκλείστων στην Κόρινθο συμπεριλαμβάνονταν δάσκαλοι και δασκάλες των διάφορων ρουμανικών σχολείων, πρόεδροι και άλλα στελέχη των ρουμανικών κοινοτήτων στα διάφορα βλαχοχώρια, ιερείς των ρουμάνικων εκκλησιών, έμποροι, κτηνοτρόφοι, υλοτόμοι κ.ά., όπως και μαθητές των ρουμανικών γυμνασίων, που λειτουργούσαν τότε στα Γρεβενά και τα Γιάννενα, και της Εμπορικής Σχολής της Θεσσαλονίκης. 
Τα παραπάνω γεγονότα δεν άφησαν αδιάφορη τη ρουμάνικη κυβέρνηση η οποία ανησύχησε για την τύχη των «ομοεθνών» της και έστειλε τον πρέσβη της στην Αθήνα να επισκεφτεί διαμαρτυρόμενος το στρατόπεδο στην Κόρινθο. Αλλά και στη Ρουμανία, όταν έφτασαν τα νέα των συλλήψεων και εκτοπισμών, υπήρξαν αντιδράσεις. Ήδη από την πρώτη βδομάδα του Νοεμβρίου στις ρουμάνικες εφημερίδες γίνονταν έντονες αναφορές για τα γεγονότα στην Ελλάδα. Την πρώτη Κυριακή του Δεκεμβρίου έγινε στο Βουκουρέστι μεγάλη συγκέντρωση Βλάχων ή «Μακεδο-Ρουμάνων», ενάντια στους διωγμούς των «ομοαίματων αδελφών» στην Ελλάδα, στην οποία πρωτοστάτησε ο γενικός γραμματέας του υπουργείου οικονομικών της ρουμάνικης κυβέρνησης, Κωνσταντίν Παπανάτσε, Βλάχος από το Σέλι Βέροιας και σημαίνον στέλεχος του ρουμάνικου φασιστικού κόμματος της «Σιδηράς Φρουράς».
Στις αρχές Ιανουαρίου του 1941 σε ρουμάνικες εφημερίδες δημοσιεύθηκαν τα ονόματα 190 συλληφθέντων και εκτοπισθέντων Βλάχων της Ελλάδας, συνοδευόμενα από τις σχετικές διαμαρτυρίες για τους «διωγμούς των Μακεδο-Ρουμάνων» από τις ελληνικές αρχές. Μέσα σε κλίμα έντασης η ρουμανική κυβέρνηση απείλησε με την αντίστοιχη σύλληψη και τον εκτοπισμό των Ελλήνων της Ρουμανίας σε ειδικά στρατόπεδα. Παρά την τεταμένη ατμόσφαιρα μεταξύ των δυο χωρών εκείνο το διάστημα, δεν υπήρξε τελικά διακοπή των διπλωματικών σχέσεών τους.

Η συνέχεια του άρθρου στο



Πρέπει να προσθέσουμε, ότι το τάγμα που είχαν συγκροτήσει οι ρουμανίζοντες Βλάχοι τον καιρό της κατοχής, εξοπλισμένο με όπλα και στολές από τους Ιταλούς φασίστες κατακτητές, με επικεφαλής τον προδότη Διαμαντή, οι οποίοι είχαν και τον ανεφοδιασμό του, βρήκε ο Άρης Βελουχιώτης  με τα παλικάρια του, τους έσφαξε, και με τις στολές, τα μαύρα καλπάκια τους, τα όπλα τους, και τα άλογα τους, έφτιαξε τους περιβόητους μαυροσκούφηδες, που αποτελούσαν το πιο επίλεκτο σώμα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.