Σαν σήμερα ο θάνατος του Σουλιώτη ήρωα Μάρκου Μπότσαρη
1790 – 1823 (8 προς 9 Αυγούστου το βράδυ)
ΕΠΕΤΕΙΑΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ. Η τελευταία μάχη και ο θάνατος του Σουλιώτη ήρωα στο Κεφαλόβρυσο Ευρυτανίας.
«Μάνα δε γέννησε στην Ελλάδα δεύτερο Μάρκο... Ούτε είδα, ούτε θα ιδώ τέτοιον πολεμάρχη».
Είπε ο Γεώργιος Καραϊσκάκης για τον Μάρκο Μπότσαρη.
Μεταξύ τους οι Σουλιώτες μπορεί να μάλωναν, θύμωναν, τρώγονταν πολλές φορές, μα ήταν σαν να μάλωναν στην ίδια την φαμίλια, στο ίδιο σπίτι. Κι όμως ο αγώνας ήταν αγώνας. Πάλεψαν για την λευτεριά και απόσπασαν τον θαυμασμό όλης της χώρας.
«Πού πας ορέ Μάρκο; με τούτους πας να πολεμήσεις; Εκείνοι είναι μεγάλο ασκέρι». Λέει ο Καραϊσκάκης.
«Αν σε ρωτήσουν πού πάω, να τους πεις, ότι ο Μάρκος πάει για να σκοτωθεί». Απαντάει φεύγοντας ο Σουλιώτης ήρωας.
Και πήγε…
Από την πλευρά των Τούρκων, δύο ασκέρια υπό τους Μουσταή Πασά της Σκόνδρας με 12.000 Αλβανούς και 3.000 Μιρντίτες (Αλβανοί βουνίσιοι ρωμαιοκαθολικοί χριστιανοί) και Ομέρ Βρυώνη πασά των Ιωαννίνων με 4.000 Τουρκαλβανούς, χωρισμένοι σε τρία τμήματα, ξεκινούν σε παράλληλη κάθοδο προς το Μεσολόγγι.
Κατάλαβε ο Μάρκος τις δύσκολες ώρες και δεν κάθισε καθόλου μέσα στην πολιτεία, αλλά πήρε 400 Σουλιώτες κι άλλους 850 ακόμα και έβαλε στο μυαλό του το σχέδιο επίθεσης κατά του Σκόντρα.
Για να πάψει κάθε γκρίνια και παράπονο μπροστά σε όλους ξέσκισε το δίπλωμα τηςαρχιστρατηγίας και είπε εκείνο το αθάνατο:
«Όποιος είναι άξιος παίρνει το δίπλωμα μεθαύριο κατά του εχθρού».
Και κάλεσε συμβούλιο και μεταξύ άλλων είπε: «Ο Θεός μας βοήθησε και νικήσαμε πολλές φορές τους εχθρούς της πίστης μας, θα μας βοηθήσει να νικήσουμε και τούτον τον εχθρό που έχει στηρίξει όλες τις ελπίδες τους ο Σουλτάνος.
Απάντησαν οι καπεταναίοι πως πολλές φορές είχαν νικήσει τους Γκέγκηδες και θα τους νικήσουν και τώρα σε τούτα τα βουνά που διάλεξαν να κατεβούν. Όλοι μαζί με τον θρυλικό αρχικαπετάνιο, τον Μάρκο Μπότσαρη που ο Νίκος Ζιάγκος στο βιβλίο του, τον αποκαλεί συνέχεια «ισόθεο», ανεβαίνουν για τα βουνά του Καρπενησιού.
Τζαβέλλας, Φωτομάρας, Ζέρβας, Γιολδάσης με τα αδέρφια του, Ζαχαράκη και Κώστα Σερέτη, Σιαδήμας, Κοντογιαναίοι της Φθιώτιδας τάχτηκαν στα Λακώματα της Σανιάδας που είναι στις πλαγιές του Κόρακα.
Ο Μάρκος και οι Σουλιώτες προχώρησαν στο Μικρό Χωριό. Μόλις έφτασαν έστειλε ο Μάρκος τρία ψυχωμένα παλικάρια να συγκεντρώσουν πληροφορίες για τον εχθρό. Τα ξαδέρφια του, Θανάση (Τούσια) Μπότσαρη, τον Θανάση Κουτσονίκα και τον Γιάννη Μπαϊραχτάρη. Τον μπαϊραχτάρη του (σημαιοφόρο του).
Ήταν 7 Αυγούστου που τούτα τα παλικάρια μπήκαν στο εχθρικό στρατόπεδο να το κατασκοπεύσουν, αφού τίποτα δεν διέφερε από τον εχθρό, ούτε στο ντύσιμο ούτε στην
γλώσσα. Τιμή σε τούτα τα παλικάρια. Γύρισαν την ίδια μέρα και είπαν όσα είδαν και άκουσαν στον Μάρκο. Αμέσως ο αρχικαπετάνιος έστειλε γράμμα στα Λακώματα:
«Αδερφοί καπεταναίοι. Εγώ ήρθα και έχω σκοπό να προσβάλω τον πασά. Αν θέλετε κατεβάτε κάτω στον Άγιο Νικόλαο του χωριού Κλαψίου να κουβεντιάσουμε και να τον χτυπήσουμε μαζί κι αν δεν θέλετε μην έρχεστε».
«Δεν είμαστε γυναίκες να μην πάμε», είπαν οι Σουλιώτες και πήγαν στον Άη Νικόλα. Εκεί τους περίμενε ο Μάρκος και μιλήσανε.
Αποφάσισε ο Μάρκος το βράδυ 8 με 9 Αυγούστου να μπει από την είσοδο της κοιλάδας ακολουθώντας το ρέμα και θα χτυπούσε άξαφνα. Εκείνοι θα ’πρεπε να πέσουν πάνω στον εχθρό από την άλλη μεριά, από το διάσελο του Άη Αντρέα και από το γεφύρι του Δεσπότη, έτσι θα έβαζαν τον εχθρό στην μέση.
Έμαθαν οι Τουρκαλβανοί Γκέγκηδες από μαντατοφόρο που δείλιασε και πήγε προσκύνησε, τις προθέσεις του Μάρκου. Δεν πίστευαν ότι θα τους χτυπήσουν 1.250 άνθρωποι και μάλιστα τον «υπερήφανο» στρατό των Σκοντράνων.
Σύνθημα: Τσίλι γιε τι; Παρασύνθημα: Χέκουρ
Στις 8 Αυγούστου την νύχτα οι οπλαρχηγοί με τον Τζαβέλλα, έφτασαν στον Άη Αντρέα και έστειλαν ανιχνευτές.
Από την άλλη μεριά ο Μάρκος με τους άντρες του έμπαινε στην ρεματιά το βράδυ 10,15΄ που όρισαν, όπως είχαν μιλήσει. Με ακρίβεια κινήθηκε και ο Τζαβέλλας. Σύνθημα για να μη σκοτωθούν μεταξύ τους είχαν το: Τσίλι γιε τι; (ποιος είσαι) και παρασύνθημα: Χέκουρ (σίδερο).
Ξαφνικά, την γαλήνη της νυχτιάς την αναστατώνει η σάλπιγγα της επίθεσης. Τότε άρχισε το μεγάλο γιουρούσι, μοναδικό στην ιστορία των Σουλιωτών. Το Κεφαλόβρυσο, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, μετατρέπεται σε ένα απέραντο σφαγείο Τουρκαλβανών. Το απερίγραπτο μακελειό συνεχίστηκε ως πριν χαράξει στο Κεφαλόβρυσο και γέμισε η κοιλάδα σφαγμένα κουφάρια.
Τους βρήκε τέτοιο κακό μέσα στην νύχτα στο ορδί τους που νόμισαν ότι ήταν λάθος, ατύχημα και φώναζαν: «Χατάς…χατάς…». Απάντησε ο ίδιος ο Μάρκος φωνάζοντας:
Δεν είναι χατάς, σας σφάζει ο Μάρκος.
Οι Σουλιώτες, αλαλάζουν σαν δαιμονισμένοι και σφάζουν ασταμάτητα, για να μην
προλάβουν οι τουρκαλβανοί να συνέρθουν. Τρέχουν πανικόβλητου οι "αήττητοι" του Μουσταή Πασά της Σκόνδρας πανικοβλημένοι και πνιγμένοι στο αίμα. Οι Σουλιώτες ορμούν με ακόμα περισσότερη μανία και ατέλειωτο πάθος. Μεγάλος είναι ο πανικός και η σύγχυση που επικρατεί στους τουρκαλβανούς. Δεν ξέρουν από ποιον να φυλαχτούν και σφάζονται μεταξύ τους. Τα σπαθιά βούλιαζαν στις σάρκες των τουρκαλβανών και έκοβαν τα κεφάλια τους, σφύριζαν οι σφαίρες στην λαγκαδιά και στα φυλλώματα των πλατάνων. Μια σφαίρα βρήκε τον Μάρκο στο βουβώνα, μα δεν την κατάλαβε και συνέχιζε την σφαγή.
Ο Κουτσονίκας γράφει, ότι ο Κίτσος Τζαβέλλας με τους δικούς του πολέμησε από την άλλη μεριά ως πριν το χάραμα που υποχώρησαν όλοι.
Το σώμα υπό τον Κίτσο Τζαβέλα υποχώρησε μετά από σύντομη ανταλλαγή πυρών, γράφει η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τ. ΙΒ', σ. 303.
Αυτή είναι η πρώτη καταδρομική επίθεση στη παγκόσμια πολεμική ιστορία που έχει καταγραφή και ήταν σχέδιο του Μάρκο Μπότσαρη.
Με το χάραμα της 9 Αυγούστου οι Σουλιώτες αποχωρούν χωρίς τον κίνδυνο να τους ακολουθήσει κανείς. Οι Σουλιώτες λουσμένοι πατόκορφα απ' το εχθρικό αίμα γελούν με το κατόρθωμά τους. Μαζί τους, εκτός τα πολλά λάφυρα, σέρνουν αιχμάλωτο και τον διοικητή του στρατοπέδου, τον Άγο Βασιάρη.
Ο θάνατος του ήρωα Μάρκου Μπότσαρη
Τον Μάρκο έμελλε εκείνο το βράδυ να τον σταματήσει μόνο ο θάνατος από το να πιάσει τον Σκόντρα αιχμάλωτο ή να του πάρει το κεφάλι!
Ο Μουσταή Πασά της Σκόντρας ταμπουρωμένος πίσω από την μάντρα με όλους τους σωματοφύλακες και ο Μάρκος όρμησε κατά κει. Από κοντά του o ξάδερφός του Νάσης Κουτσονίκας, αδερφός του Λάμπρου, καθώς ο άλλος ξάδερφός του Τούσιας Μπότσαρης, έσφαζε τουρκαλβανούς λίγο πιο πέρα. Δεν πρόκανε ο Κουτσονίκας να κρατήσει το λαβωμένο στο βουβώνα θηρίο, τον «ισόθεο» Μάρκο (έτσι τον αποκαλεί ο Νίκος Ζιάγκος) προτού βγάλει το κεφάλι από τον τοίχο να χιμήξει. Μέσα στην νύχτα το θανατηφόρο βόλι τον βρήκε πάνω από το δεξί μάτι.
Ο Νάσης Κουτσονίκας τον σηκώνει με πόνο και συντριβή και τον μεταφέρει έξω από το πεδίο της μάχης και τον φορτώνεται ο Τούσιας Μπότσαρης μέχρι να τον κατεβάσουν μέσα στην νύχτα προτού το αντιληφτούν τα παλικάρια ότι ο Μάρκος πάει και χάσουν το ηθικό τους.
Η είδηση για τον χαμό του Μάρκου Μπότσαρη έγινε στριγγιά φωνή και μεγάλο μοιρολόι και πέταξε πάνω από βουνά, φαράγγια και κάμπους από όλη την όλη την επαναστατημένη Ελλάδα. Και έφτασε και πάνω στην Ήπειρο, στην Θεσπρωτία και στο ερημωμένο Σούλι στην γενέτειρα του Μάρκου και όλων των Σουλιωτών.
Όταν απομακρύνονται αρκετά από το διαλυμένο στρατόπεδο οι Σουλιώτες και χάνονται οι κραυγές του πόνου και της απελπισίας, φτάνουν σε ένα αναπάντεχο θέαμα. Σε ένα πλάτωμα του Κώνισκου, βλέπουν τον αρχηγό τους, το Μάρκο, νεκρό. Δίπλα του, οι συνοδοί του σκυφτοί και αμίλητοι. Η χαρά της νίκης μετατρέπεται σε οδύνη και το μίσος της εκδίκησης τρελαίνει το μυαλό τους. Με μιας γονατίζουν τον αιχμάλωτο Άγο Βασιάρη μπρος στο σώμα του αρχηγού τους, όπως ορίζουν τα αρχαία πολεμικά έθιμα, και τον σφάζουν.
Ο Μάρκος είχε πιάσει τον Άγο Βασιάρη που ήταν αρχηγός του στρατοπέδου και τον παρέδωσε στους Σουλιώτες να τον κρατήσουν. Εκείνοι όμως μετά τον θάνατο του Μάρκου, τον σκότωσαν.
Τον Μάρκο τον πήγαν στο Μεγάλο Χωριό 5 η ώρα το πρωί και από κει συνοδεία 100 Σουλιώτες για το Μεσολόγγι. Έφτασαν 11 η ώρα στο μοναστήρι του Προυσού όπου είχε αποσυρθεί ο Καραϊσκάκης μετά την αρρώστια του. Φτάνοντας η πομπή των Σουλιωτών, βγήκε κλαίγοντας ο Καραϊσκάκης και πάει στον νεκρό Μάρκο και τον ασπάζεται. Αποχαιρετώντας τον δε, λέει:
«Μακάρι αδερφέ Μάρκο από τέτοιον θάνατο να πάενα κι εγώ».
Περπατώντας πολύ γρήγορα και ασταμάτητα οι Σουλιώτες με τον νεκρό Μάρκο, έφτασαν στο Αγρίνιο 11 η ώρα προτού τα μεσάνυχτα και από εκεί στο Μεσολόγγι στις 10 Αυγούστου στις 9 με 10 η ώρα το πρωί.
Βαρύ πένθος για τον 33χρονο αρχικαπετάνιο Μάρκο Μπότσαρη στο Μεσολόγγι. Ο πρώτος έπαρχος υποδέχτηκε τον Μάρκο και τον ασπάστηκε. Η Μάρω, αδερφή του Μάρκου ζήτησε να τον πάρει στο σπίτι της για τις τελευταίες φροντίδες και να τον κλάψει.
Συνηθισμένη από θανάτους η φάρα των Μποτσαραίων, όπως και όλων των Σουλιωτών.
«Ήταν γραμμένο έτσι να πάει και ο Μάρκος μου, από τότε που γεννήθηκα δεν άκουσα και δεν είδα τίποτε άλλο από σκοτωμούς, πόλεμο και κακό». Είπε μέσα στα άλλα η αδερφή του Μάρκου η Μάρω.
Κι έκλαψε τον αδερφό της με έναν γοερό θρήνο, που εξιστορούσε την ζωή του από το Σούλι που γεννήθηκε ως την Κέρκυρα, στην Ιταλία, στα νησιά, παντού όπου περπάτησε ο ήρωας και ανέβασαν τον θρήνο πολύ ψηλά και έφτασαν και στο Καρπενήσι που άφησε την τελευταία του πνοή τούτος ο αετός που ήταν του Σουλίου και έγινε ολόκληρης της Ελλάδας.
Συμφωνία επιβλητική οι 33 κανονιές όσες και τα χρόνια του Μάρκο Μπότσαρη του Σουλιώτη, που αντηχούσαν κάθε ένα τέταρτο.
Η κηδεία του Μάρκου
Ο ίδιος ο έπαρχος Κ. Μεταξάς γράφει: «Ο νεκρός πέρασε στο σπίτι του θριαμβευτικά, ντυμένος με τα καλά του και σκεπασμένος με την Ελληνική σημαία. Κι ο λαός σε ατελείωτη σειρά περνούσε και φιλούσε τον ελευθερωτή της πατρίδας».
Το απόγευμα έγινε η κηδεία, ξεκινώντας από το σπίτι του έπαρχου για να δειχτεί πως τον κηδεύει το έθνος. Τούτη η πομπή έμοιαζε με έναν θρίαμβο σαν εκείνο των αυτοκρατόρων της Ρώμης ή των Βυζαντινών στρατηγών. Μπροστά οι τουρκαλβανοί αιχμάλωτοι, άλογα των πασάδων με τις τούρκικες σημαίες από πάνω. Ακολουθούσαν οι παπάδες με τον Δεσπότη, κι αμέσως ύστερα ο νεκρός που τον σήκωναν ψηλά, στα δυνατά τους μπράτσα 12 παλικάρια του, ενώ κοντά στο φέρετρο ακολουθούσε η Μάρω και οι άλλοι συγγενείς του, ο Έπαρχος οι καπεταναίοι, ο λαός. Γυναίκες με ξέπλεκα μαλλιά ριγμένα στην πλάτη συμπλήρωναν την πορεία, ενώ ακολουθούσαν φορτιάτικα ζώα με όλα τα όπλα και τα σπαθιά, που πιάστηκαν στην μάχη. Τελευταία έρχονταν οχτώ χιλιάδες γιδοπρόβατα και έκλεινε ο θρίαμβος.
Μετά την νεκρώσιμη ακολουθία θάφτηκε μπροστά στον ιερό ναό της εκκλησιάς «Παναγία» δίπλα στον τάφο του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη.
Δεν υπήρχε άνθρωπος απλός κι επίσημος που να μην τον συγκίνησε ο θάνατος του Μάρκου, μας γράφει ο Νίκος Ζιάγκος στο βιβλίο του: «Μάρκος Μπότσαρης»
Οι απώλειες της μάχης εκατέρωθεν
Το νυχτερινό γιουρούσι που ξημέρωνε η 9 Αυγούστου 1823, στα Πλατάνια του Κεφαλόβρυσου, οι Έλληνες – Σουλιώτες είχαν ακόμη 59 νεκρούς, εκτός του Μάρκου και 42 τραυματισμένους. Σκότωσαν 1.500 Τουρκαλβανούς και πλήγωσαν λιγότερους. Έπιασαν αιχμαλώτους και πήραν 1.600 τουφέκια, 1.800 πιστόλες και 300 σπαθιά. Πήραν ακόμα, 1.200 άλογα, 30 μουλάρια, 4 σημαίες και χιλιάδες γιδοπρόβατα.
Όμως κάποιοι ιστορικοί μιλάνε για 3.000 απώλειες των Τούρκων, ο Πρόκες Όστεν για 2.000 και ένα τραγούδι για 1.200.
Πολλά τραγούδια γράφτηκαν για τον Μάρκο. Τραγούδια που εξυμνούσαν την παλικαριά του, τις μάχες που έδωσε αλλά και θρήνοι και μοιρολόγια, για τον θάνατό του σε αρβανίτικα και σε ελληνικά. Όλη η Δυτική αλλά και η υπόλοιπη Ελλάδα θρήνησε αυτό το παλικάρι, τον μετρημένο, τον ντροπαλό και λιγομίλητο και γνωστικό, τον άξιο και έξυπνο αρχικαπετάνιο, που στις μάχες γινόταν θηρίο ανήμερο και τον έτρεμαν και σέβονταν και οι εχθροί του. Κάποιοι έκλαψαν την απώλεια τέτοιου παλικαριού, όπως ο πασάς Ισμαήλ Πλιάσα, από σεβασμό στον Μάρκο κι ας ήταν οχτρός.
Έγραψαν πολλοί ποιητές και συγγραφείς για τον Μάρκο.
Ο Μάρκος Μπότσαρης είναι ο μόνος ίσως που δεν θα του βρει κάποιος ούτε ένα ψεγάδι, σε αυτό το ανδρείο παλικάρι, τον συνετό άνδρα, τον έξυπνο στρατιωτικό, τον ακέραιο χαρακτήρα. Ο μεγαλύτερος ήρωας που γέννησε η Ήπειρος και από τους μεγαλύτερους ήρωες της Ελλάδας κατά την ιστορία της νεότερης Ελλάδας.
Ήταν νύχτα πριν ξημερώσει η 9η Αυγούστου 1823 που ο Μάρκος Μπότσαρης από την μάχη στο Κεφαλόβρυσο πέρασε την πύλη της αιωνιότητας.
Ν. Zιάγκου: Μάρκος Μπότσαρης, Εκδόσεις Σοκόλη
Εφυγε από τη ζωή ο αγωνιστής Νίκος Ζιάγκος Τετάρτη 26 Γενάρη 2005
Ενας από τους αγωνιστές της παλιάς φρουράς του ΚΚΕ, ο δάσκαλος Νίκος Ζιάγκοςέφυγε χτες από τη ζωή. Ο εκλιπών είχε γεννηθεί το 1916 στο Πόποβο Σουλίου και ήταν μέλος του ΚΚΕ από τη δεκαετία του 1930. Αγωνιστής της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης, με το ψευδώνυμο «Σουλιώτης», αναδείχτηκε σε ταγματάρχη του ΕΛΑΣ στο 24ο Σύνταγμα με τον Κόκορη. Πιάστηκε και κρατήθηκε στη Μακρόνησο, στο «Σύρμα» και μετά στον Αϊ - Στράτη. Με την αποφυλάκισή του δούλεψε στην προδικτατορική ΕΔΑ, ενώ στις 21/4/1967 εκτοπίστηκε στη Γιούρα και αργότερα στη Λέρο. Με τη μεταπολίτευση δούλεψε για την ανασυγκρότηση του κόμματος και ήταν υποψήφιος βουλευτής Θεσπρωτίας από το 1974. Αφησε πίσω του πλούσιο συγγραφικό έργο για την Εθνική Αντίσταση, τον εμφύλιο καθώς και ιστορικά δοκίμια. Η κηδεία του Ν. Ζιάγκου γίνεται σήμερα Τετάρτη 26 Γενάρη 2005στις 2.30μ.μ., στο χωριό του Πόποβο Σουλίου.
1790 – 1823 (8 προς 9 Αυγούστου το βράδυ)
ΕΠΕΤΕΙΑΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ. Η τελευταία μάχη και ο θάνατος του Σουλιώτη ήρωα στο Κεφαλόβρυσο Ευρυτανίας.
«Μάνα δε γέννησε στην Ελλάδα δεύτερο Μάρκο... Ούτε είδα, ούτε θα ιδώ τέτοιον πολεμάρχη».
Είπε ο Γεώργιος Καραϊσκάκης για τον Μάρκο Μπότσαρη.
Μεταξύ τους οι Σουλιώτες μπορεί να μάλωναν, θύμωναν, τρώγονταν πολλές φορές, μα ήταν σαν να μάλωναν στην ίδια την φαμίλια, στο ίδιο σπίτι. Κι όμως ο αγώνας ήταν αγώνας. Πάλεψαν για την λευτεριά και απόσπασαν τον θαυμασμό όλης της χώρας.
«Πού πας ορέ Μάρκο; με τούτους πας να πολεμήσεις; Εκείνοι είναι μεγάλο ασκέρι». Λέει ο Καραϊσκάκης.
«Αν σε ρωτήσουν πού πάω, να τους πεις, ότι ο Μάρκος πάει για να σκοτωθεί». Απαντάει φεύγοντας ο Σουλιώτης ήρωας.
Και πήγε…
Από την πλευρά των Τούρκων, δύο ασκέρια υπό τους Μουσταή Πασά της Σκόνδρας με 12.000 Αλβανούς και 3.000 Μιρντίτες (Αλβανοί βουνίσιοι ρωμαιοκαθολικοί χριστιανοί) και Ομέρ Βρυώνη πασά των Ιωαννίνων με 4.000 Τουρκαλβανούς, χωρισμένοι σε τρία τμήματα, ξεκινούν σε παράλληλη κάθοδο προς το Μεσολόγγι.
Κατάλαβε ο Μάρκος τις δύσκολες ώρες και δεν κάθισε καθόλου μέσα στην πολιτεία, αλλά πήρε 400 Σουλιώτες κι άλλους 850 ακόμα και έβαλε στο μυαλό του το σχέδιο επίθεσης κατά του Σκόντρα.
Για να πάψει κάθε γκρίνια και παράπονο μπροστά σε όλους ξέσκισε το δίπλωμα τηςαρχιστρατηγίας και είπε εκείνο το αθάνατο:
«Όποιος είναι άξιος παίρνει το δίπλωμα μεθαύριο κατά του εχθρού».
Και κάλεσε συμβούλιο και μεταξύ άλλων είπε: «Ο Θεός μας βοήθησε και νικήσαμε πολλές φορές τους εχθρούς της πίστης μας, θα μας βοηθήσει να νικήσουμε και τούτον τον εχθρό που έχει στηρίξει όλες τις ελπίδες τους ο Σουλτάνος.
Απάντησαν οι καπεταναίοι πως πολλές φορές είχαν νικήσει τους Γκέγκηδες και θα τους νικήσουν και τώρα σε τούτα τα βουνά που διάλεξαν να κατεβούν. Όλοι μαζί με τον θρυλικό αρχικαπετάνιο, τον Μάρκο Μπότσαρη που ο Νίκος Ζιάγκος στο βιβλίο του, τον αποκαλεί συνέχεια «ισόθεο», ανεβαίνουν για τα βουνά του Καρπενησιού.
Τζαβέλλας, Φωτομάρας, Ζέρβας, Γιολδάσης με τα αδέρφια του, Ζαχαράκη και Κώστα Σερέτη, Σιαδήμας, Κοντογιαναίοι της Φθιώτιδας τάχτηκαν στα Λακώματα της Σανιάδας που είναι στις πλαγιές του Κόρακα.
Ο Μάρκος και οι Σουλιώτες προχώρησαν στο Μικρό Χωριό. Μόλις έφτασαν έστειλε ο Μάρκος τρία ψυχωμένα παλικάρια να συγκεντρώσουν πληροφορίες για τον εχθρό. Τα ξαδέρφια του, Θανάση (Τούσια) Μπότσαρη, τον Θανάση Κουτσονίκα και τον Γιάννη Μπαϊραχτάρη. Τον μπαϊραχτάρη του (σημαιοφόρο του).
Ήταν 7 Αυγούστου που τούτα τα παλικάρια μπήκαν στο εχθρικό στρατόπεδο να το κατασκοπεύσουν, αφού τίποτα δεν διέφερε από τον εχθρό, ούτε στο ντύσιμο ούτε στην
γλώσσα. Τιμή σε τούτα τα παλικάρια. Γύρισαν την ίδια μέρα και είπαν όσα είδαν και άκουσαν στον Μάρκο. Αμέσως ο αρχικαπετάνιος έστειλε γράμμα στα Λακώματα:
«Αδερφοί καπεταναίοι. Εγώ ήρθα και έχω σκοπό να προσβάλω τον πασά. Αν θέλετε κατεβάτε κάτω στον Άγιο Νικόλαο του χωριού Κλαψίου να κουβεντιάσουμε και να τον χτυπήσουμε μαζί κι αν δεν θέλετε μην έρχεστε».
«Δεν είμαστε γυναίκες να μην πάμε», είπαν οι Σουλιώτες και πήγαν στον Άη Νικόλα. Εκεί τους περίμενε ο Μάρκος και μιλήσανε.
Αποφάσισε ο Μάρκος το βράδυ 8 με 9 Αυγούστου να μπει από την είσοδο της κοιλάδας ακολουθώντας το ρέμα και θα χτυπούσε άξαφνα. Εκείνοι θα ’πρεπε να πέσουν πάνω στον εχθρό από την άλλη μεριά, από το διάσελο του Άη Αντρέα και από το γεφύρι του Δεσπότη, έτσι θα έβαζαν τον εχθρό στην μέση.
Έμαθαν οι Τουρκαλβανοί Γκέγκηδες από μαντατοφόρο που δείλιασε και πήγε προσκύνησε, τις προθέσεις του Μάρκου. Δεν πίστευαν ότι θα τους χτυπήσουν 1.250 άνθρωποι και μάλιστα τον «υπερήφανο» στρατό των Σκοντράνων.
Σύνθημα: Τσίλι γιε τι; Παρασύνθημα: Χέκουρ
Στις 8 Αυγούστου την νύχτα οι οπλαρχηγοί με τον Τζαβέλλα, έφτασαν στον Άη Αντρέα και έστειλαν ανιχνευτές.
Από την άλλη μεριά ο Μάρκος με τους άντρες του έμπαινε στην ρεματιά το βράδυ 10,15΄ που όρισαν, όπως είχαν μιλήσει. Με ακρίβεια κινήθηκε και ο Τζαβέλλας. Σύνθημα για να μη σκοτωθούν μεταξύ τους είχαν το: Τσίλι γιε τι; (ποιος είσαι) και παρασύνθημα: Χέκουρ (σίδερο).
Ξαφνικά, την γαλήνη της νυχτιάς την αναστατώνει η σάλπιγγα της επίθεσης. Τότε άρχισε το μεγάλο γιουρούσι, μοναδικό στην ιστορία των Σουλιωτών. Το Κεφαλόβρυσο, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, μετατρέπεται σε ένα απέραντο σφαγείο Τουρκαλβανών. Το απερίγραπτο μακελειό συνεχίστηκε ως πριν χαράξει στο Κεφαλόβρυσο και γέμισε η κοιλάδα σφαγμένα κουφάρια.
Τους βρήκε τέτοιο κακό μέσα στην νύχτα στο ορδί τους που νόμισαν ότι ήταν λάθος, ατύχημα και φώναζαν: «Χατάς…χατάς…». Απάντησε ο ίδιος ο Μάρκος φωνάζοντας:
Δεν είναι χατάς, σας σφάζει ο Μάρκος.
Οι Σουλιώτες, αλαλάζουν σαν δαιμονισμένοι και σφάζουν ασταμάτητα, για να μην
προλάβουν οι τουρκαλβανοί να συνέρθουν. Τρέχουν πανικόβλητου οι "αήττητοι" του Μουσταή Πασά της Σκόνδρας πανικοβλημένοι και πνιγμένοι στο αίμα. Οι Σουλιώτες ορμούν με ακόμα περισσότερη μανία και ατέλειωτο πάθος. Μεγάλος είναι ο πανικός και η σύγχυση που επικρατεί στους τουρκαλβανούς. Δεν ξέρουν από ποιον να φυλαχτούν και σφάζονται μεταξύ τους. Τα σπαθιά βούλιαζαν στις σάρκες των τουρκαλβανών και έκοβαν τα κεφάλια τους, σφύριζαν οι σφαίρες στην λαγκαδιά και στα φυλλώματα των πλατάνων. Μια σφαίρα βρήκε τον Μάρκο στο βουβώνα, μα δεν την κατάλαβε και συνέχιζε την σφαγή.
Ο Κουτσονίκας γράφει, ότι ο Κίτσος Τζαβέλλας με τους δικούς του πολέμησε από την άλλη μεριά ως πριν το χάραμα που υποχώρησαν όλοι.
Το σώμα υπό τον Κίτσο Τζαβέλα υποχώρησε μετά από σύντομη ανταλλαγή πυρών, γράφει η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τ. ΙΒ', σ. 303.
Αυτή είναι η πρώτη καταδρομική επίθεση στη παγκόσμια πολεμική ιστορία που έχει καταγραφή και ήταν σχέδιο του Μάρκο Μπότσαρη.
Με το χάραμα της 9 Αυγούστου οι Σουλιώτες αποχωρούν χωρίς τον κίνδυνο να τους ακολουθήσει κανείς. Οι Σουλιώτες λουσμένοι πατόκορφα απ' το εχθρικό αίμα γελούν με το κατόρθωμά τους. Μαζί τους, εκτός τα πολλά λάφυρα, σέρνουν αιχμάλωτο και τον διοικητή του στρατοπέδου, τον Άγο Βασιάρη.
Ο θάνατος του ήρωα Μάρκου Μπότσαρη
Τον Μάρκο έμελλε εκείνο το βράδυ να τον σταματήσει μόνο ο θάνατος από το να πιάσει τον Σκόντρα αιχμάλωτο ή να του πάρει το κεφάλι!
Ο Μουσταή Πασά της Σκόντρας ταμπουρωμένος πίσω από την μάντρα με όλους τους σωματοφύλακες και ο Μάρκος όρμησε κατά κει. Από κοντά του o ξάδερφός του Νάσης Κουτσονίκας, αδερφός του Λάμπρου, καθώς ο άλλος ξάδερφός του Τούσιας Μπότσαρης, έσφαζε τουρκαλβανούς λίγο πιο πέρα. Δεν πρόκανε ο Κουτσονίκας να κρατήσει το λαβωμένο στο βουβώνα θηρίο, τον «ισόθεο» Μάρκο (έτσι τον αποκαλεί ο Νίκος Ζιάγκος) προτού βγάλει το κεφάλι από τον τοίχο να χιμήξει. Μέσα στην νύχτα το θανατηφόρο βόλι τον βρήκε πάνω από το δεξί μάτι.
Ο Νάσης Κουτσονίκας τον σηκώνει με πόνο και συντριβή και τον μεταφέρει έξω από το πεδίο της μάχης και τον φορτώνεται ο Τούσιας Μπότσαρης μέχρι να τον κατεβάσουν μέσα στην νύχτα προτού το αντιληφτούν τα παλικάρια ότι ο Μάρκος πάει και χάσουν το ηθικό τους.
Η είδηση για τον χαμό του Μάρκου Μπότσαρη έγινε στριγγιά φωνή και μεγάλο μοιρολόι και πέταξε πάνω από βουνά, φαράγγια και κάμπους από όλη την όλη την επαναστατημένη Ελλάδα. Και έφτασε και πάνω στην Ήπειρο, στην Θεσπρωτία και στο ερημωμένο Σούλι στην γενέτειρα του Μάρκου και όλων των Σουλιωτών.
Όταν απομακρύνονται αρκετά από το διαλυμένο στρατόπεδο οι Σουλιώτες και χάνονται οι κραυγές του πόνου και της απελπισίας, φτάνουν σε ένα αναπάντεχο θέαμα. Σε ένα πλάτωμα του Κώνισκου, βλέπουν τον αρχηγό τους, το Μάρκο, νεκρό. Δίπλα του, οι συνοδοί του σκυφτοί και αμίλητοι. Η χαρά της νίκης μετατρέπεται σε οδύνη και το μίσος της εκδίκησης τρελαίνει το μυαλό τους. Με μιας γονατίζουν τον αιχμάλωτο Άγο Βασιάρη μπρος στο σώμα του αρχηγού τους, όπως ορίζουν τα αρχαία πολεμικά έθιμα, και τον σφάζουν.
Ο Μάρκος είχε πιάσει τον Άγο Βασιάρη που ήταν αρχηγός του στρατοπέδου και τον παρέδωσε στους Σουλιώτες να τον κρατήσουν. Εκείνοι όμως μετά τον θάνατο του Μάρκου, τον σκότωσαν.
Τον Μάρκο τον πήγαν στο Μεγάλο Χωριό 5 η ώρα το πρωί και από κει συνοδεία 100 Σουλιώτες για το Μεσολόγγι. Έφτασαν 11 η ώρα στο μοναστήρι του Προυσού όπου είχε αποσυρθεί ο Καραϊσκάκης μετά την αρρώστια του. Φτάνοντας η πομπή των Σουλιωτών, βγήκε κλαίγοντας ο Καραϊσκάκης και πάει στον νεκρό Μάρκο και τον ασπάζεται. Αποχαιρετώντας τον δε, λέει:
«Μακάρι αδερφέ Μάρκο από τέτοιον θάνατο να πάενα κι εγώ».
Περπατώντας πολύ γρήγορα και ασταμάτητα οι Σουλιώτες με τον νεκρό Μάρκο, έφτασαν στο Αγρίνιο 11 η ώρα προτού τα μεσάνυχτα και από εκεί στο Μεσολόγγι στις 10 Αυγούστου στις 9 με 10 η ώρα το πρωί.
Βαρύ πένθος για τον 33χρονο αρχικαπετάνιο Μάρκο Μπότσαρη στο Μεσολόγγι. Ο πρώτος έπαρχος υποδέχτηκε τον Μάρκο και τον ασπάστηκε. Η Μάρω, αδερφή του Μάρκου ζήτησε να τον πάρει στο σπίτι της για τις τελευταίες φροντίδες και να τον κλάψει.
Συνηθισμένη από θανάτους η φάρα των Μποτσαραίων, όπως και όλων των Σουλιωτών.
«Ήταν γραμμένο έτσι να πάει και ο Μάρκος μου, από τότε που γεννήθηκα δεν άκουσα και δεν είδα τίποτε άλλο από σκοτωμούς, πόλεμο και κακό». Είπε μέσα στα άλλα η αδερφή του Μάρκου η Μάρω.
Κι έκλαψε τον αδερφό της με έναν γοερό θρήνο, που εξιστορούσε την ζωή του από το Σούλι που γεννήθηκε ως την Κέρκυρα, στην Ιταλία, στα νησιά, παντού όπου περπάτησε ο ήρωας και ανέβασαν τον θρήνο πολύ ψηλά και έφτασαν και στο Καρπενήσι που άφησε την τελευταία του πνοή τούτος ο αετός που ήταν του Σουλίου και έγινε ολόκληρης της Ελλάδας.
Συμφωνία επιβλητική οι 33 κανονιές όσες και τα χρόνια του Μάρκο Μπότσαρη του Σουλιώτη, που αντηχούσαν κάθε ένα τέταρτο.
Η κηδεία του Μάρκου
Ο ίδιος ο έπαρχος Κ. Μεταξάς γράφει: «Ο νεκρός πέρασε στο σπίτι του θριαμβευτικά, ντυμένος με τα καλά του και σκεπασμένος με την Ελληνική σημαία. Κι ο λαός σε ατελείωτη σειρά περνούσε και φιλούσε τον ελευθερωτή της πατρίδας».
Το απόγευμα έγινε η κηδεία, ξεκινώντας από το σπίτι του έπαρχου για να δειχτεί πως τον κηδεύει το έθνος. Τούτη η πομπή έμοιαζε με έναν θρίαμβο σαν εκείνο των αυτοκρατόρων της Ρώμης ή των Βυζαντινών στρατηγών. Μπροστά οι τουρκαλβανοί αιχμάλωτοι, άλογα των πασάδων με τις τούρκικες σημαίες από πάνω. Ακολουθούσαν οι παπάδες με τον Δεσπότη, κι αμέσως ύστερα ο νεκρός που τον σήκωναν ψηλά, στα δυνατά τους μπράτσα 12 παλικάρια του, ενώ κοντά στο φέρετρο ακολουθούσε η Μάρω και οι άλλοι συγγενείς του, ο Έπαρχος οι καπεταναίοι, ο λαός. Γυναίκες με ξέπλεκα μαλλιά ριγμένα στην πλάτη συμπλήρωναν την πορεία, ενώ ακολουθούσαν φορτιάτικα ζώα με όλα τα όπλα και τα σπαθιά, που πιάστηκαν στην μάχη. Τελευταία έρχονταν οχτώ χιλιάδες γιδοπρόβατα και έκλεινε ο θρίαμβος.
Μετά την νεκρώσιμη ακολουθία θάφτηκε μπροστά στον ιερό ναό της εκκλησιάς «Παναγία» δίπλα στον τάφο του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη.
Δεν υπήρχε άνθρωπος απλός κι επίσημος που να μην τον συγκίνησε ο θάνατος του Μάρκου, μας γράφει ο Νίκος Ζιάγκος στο βιβλίο του: «Μάρκος Μπότσαρης»
Οι απώλειες της μάχης εκατέρωθεν
Το νυχτερινό γιουρούσι που ξημέρωνε η 9 Αυγούστου 1823, στα Πλατάνια του Κεφαλόβρυσου, οι Έλληνες – Σουλιώτες είχαν ακόμη 59 νεκρούς, εκτός του Μάρκου και 42 τραυματισμένους. Σκότωσαν 1.500 Τουρκαλβανούς και πλήγωσαν λιγότερους. Έπιασαν αιχμαλώτους και πήραν 1.600 τουφέκια, 1.800 πιστόλες και 300 σπαθιά. Πήραν ακόμα, 1.200 άλογα, 30 μουλάρια, 4 σημαίες και χιλιάδες γιδοπρόβατα.
Όμως κάποιοι ιστορικοί μιλάνε για 3.000 απώλειες των Τούρκων, ο Πρόκες Όστεν για 2.000 και ένα τραγούδι για 1.200.
Πολλά τραγούδια γράφτηκαν για τον Μάρκο. Τραγούδια που εξυμνούσαν την παλικαριά του, τις μάχες που έδωσε αλλά και θρήνοι και μοιρολόγια, για τον θάνατό του σε αρβανίτικα και σε ελληνικά. Όλη η Δυτική αλλά και η υπόλοιπη Ελλάδα θρήνησε αυτό το παλικάρι, τον μετρημένο, τον ντροπαλό και λιγομίλητο και γνωστικό, τον άξιο και έξυπνο αρχικαπετάνιο, που στις μάχες γινόταν θηρίο ανήμερο και τον έτρεμαν και σέβονταν και οι εχθροί του. Κάποιοι έκλαψαν την απώλεια τέτοιου παλικαριού, όπως ο πασάς Ισμαήλ Πλιάσα, από σεβασμό στον Μάρκο κι ας ήταν οχτρός.
Έγραψαν πολλοί ποιητές και συγγραφείς για τον Μάρκο.
Ο Μάρκος Μπότσαρης είναι ο μόνος ίσως που δεν θα του βρει κάποιος ούτε ένα ψεγάδι, σε αυτό το ανδρείο παλικάρι, τον συνετό άνδρα, τον έξυπνο στρατιωτικό, τον ακέραιο χαρακτήρα. Ο μεγαλύτερος ήρωας που γέννησε η Ήπειρος και από τους μεγαλύτερους ήρωες της Ελλάδας κατά την ιστορία της νεότερης Ελλάδας.
Ήταν νύχτα πριν ξημερώσει η 9η Αυγούστου 1823 που ο Μάρκος Μπότσαρης από την μάχη στο Κεφαλόβρυσο πέρασε την πύλη της αιωνιότητας.
Ν. Zιάγκου: Μάρκος Μπότσαρης, Εκδόσεις Σοκόλη
Εφυγε από τη ζωή ο αγωνιστής Νίκος Ζιάγκος Τετάρτη 26 Γενάρη 2005
Ενας από τους αγωνιστές της παλιάς φρουράς του ΚΚΕ, ο δάσκαλος Νίκος Ζιάγκοςέφυγε χτες από τη ζωή. Ο εκλιπών είχε γεννηθεί το 1916 στο Πόποβο Σουλίου και ήταν μέλος του ΚΚΕ από τη δεκαετία του 1930. Αγωνιστής της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης, με το ψευδώνυμο «Σουλιώτης», αναδείχτηκε σε ταγματάρχη του ΕΛΑΣ στο 24ο Σύνταγμα με τον Κόκορη. Πιάστηκε και κρατήθηκε στη Μακρόνησο, στο «Σύρμα» και μετά στον Αϊ - Στράτη. Με την αποφυλάκισή του δούλεψε στην προδικτατορική ΕΔΑ, ενώ στις 21/4/1967 εκτοπίστηκε στη Γιούρα και αργότερα στη Λέρο. Με τη μεταπολίτευση δούλεψε για την ανασυγκρότηση του κόμματος και ήταν υποψήφιος βουλευτής Θεσπρωτίας από το 1974. Αφησε πίσω του πλούσιο συγγραφικό έργο για την Εθνική Αντίσταση, τον εμφύλιο καθώς και ιστορικά δοκίμια. Η κηδεία του Ν. Ζιάγκου γίνεται σήμερα Τετάρτη 26 Γενάρη 2005στις 2.30μ.μ., στο χωριό του Πόποβο Σουλίου.