Το Βυζάντιο φωτοδότης Ανατολής και Δύσης!
Απλή αναφορά στα γεγονότα της 29ης Μαΐου 1453, της αλώσεως της Κων/πόλεως, της Βασιλίδος των Πόλεων, δεν θα είχε και πολύ μεγάλη σημασία. Αξία και σημασία μεγάλη έχει η προσφορά της Αυτοκρατορίας στον πολιτισμό της Ευρώπης, το φως που έσβησε. Όταν η «Πόλις εάλω», το φως που φώτιζε τόσους αιώνες την Ευρώπη έσβησε. Όμως και την ώρα που έσβηνε το φως στην Ανατολή, μεταφερόταν στη Δύση. Ο Ελληνισμός και την ώρα της μεγάλης συμφοράς, γίνεται ευεργέτης της Δύσης.
Οι Έλληνες λόγιοι κουβαλώντας τους πνευματικούς θησαυρούς του Ελληνορθόδοξου πολιτισμού διέφυγαν στη Δύση. Αυτό είχε ως συνέπεια τον πολιτισμικό μαρασμό των Ελλήνων, την πολιτισμική και πνευματική ευρωστία της Δυτικής Ευρώπης, η οποία την οδήγησε στην Αναγέννηση. Είναι αναμφισβήτητο ότι χωρίς την παρουσία των Ελλήνων λογίων, πριν αλλά κυρίως μετά την άλωση, οι πνευματικοί ορίζοντες του αναγεννησιακού ουμανισμού της Δυτικής Ευρώπης θα ήταν πολύ περιορισμένοι.
Κι όμως, ο Δυτικός αυτός Κόσμος πριν από δύο αιώνες είχε διαλύσει την Βυζαντινή αυτοκρατορία για να περάσει εύκολα η οθωμανική λαίλαπα, να υποδουλώσει άνετα τον πνευματικό τροφοδότη της Δύσης. Διότι, στην πραγματικότητα το 1204 οι σταυροφόροι του Πάπα και οι Φράγκοι, με την κατάληψη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και την κατοχή 57 χρόνων, για να μείνει έπειτα μόνο η Κωνσταντινούπολη και ο Μυστράς δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για να γίνει η Ελληνική αυτοκρατορία εύκολη λεία των Τούρκων, δυστυχώς.
Την αξία της προσφοράς του Βυζαντίου επιβεβαιώνει ο μεγάλος Άγγλος ιστορικός Στήβεν Ράνσιμαν γράφοντας επιγραμματικά στο μνημειώδες ιστορικό σύγγραμμά του «Βυζαντινός Πολιτισμός»: «Στις 29 Μαΐου 1453, ένας πολιτισμός σαρώθηκε αμετάκλητα. Είχε αφήσει μία ένδοξη κληρονομιά στα γράμματα και στην τέχνη. Είχε βγάλει χώρες ολόκληρες από τη βαρβαρότητα και είχε δώσει σε άλλες την εκλέπτυνση των ηθών. Η δύναμή του και η ευφυΐα του προστάτεψαν πολλούς αιώνες την Χριστιανοσύνη. Για έντεκα αιώνες η Κων/πολη ήταν το κέντρο ενός κόσμου φωτός».
Ο μεγάλος Ρώσος ιστορικός Α. Βασίλιεφ στην «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» 324-1453, γράφει: «Το Βυζάντιο συνέβαλε πάρα πολύ στην ιστορία της Αναγέννησης καλλιεργώντας όχι μόνον τη γνώση της Ελληνικής γλώσσας και φιλολογίας, αλλά έδωσε στη Δύση έναν τεράστιο αριθμό αρχαίων χειρογράφων και κειμένων των πατέρων της Εκκλησίας».
Ο Βασίλιεφ κλείνει τον 5ο τόμο της ιστορίας του με τα εξής: «Καθώς οι συνθήκες ζωής στο Βυζάντιο εγένοντο δυσκολότερες και πιο επικίνδυνες, λόγω των Τουρκικών κατακτήσεων, πολυάριθμοι Έλληνες μετανάστευσαν στην Δύσιν, παίρνοντας μαζί τους τα έργα της φιλολογίας τους. Η συσσώρευση στην Ιταλία των θησαυρών του κλασικού κόσμου, λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν στο Βυζάντιο, εδημιούργησε στην Δύσιν πάρα πολύ ευνοϊκές συνθήκες για μια επαφή με το μακρινό παρελθόν της Ελλάδος και τον αιώνιο πολιτισμό της. Μεταφέροντας τα κλασικά έργα στην δύσιν και σώζοντας αυτά από τα χέρια των Τούρκων το Βυζάντιο πρόσφερε μεγάλη υπηρεσία στην ανθρωπότητα και την μελλοντικήν εξέλιξιν».
Αυτά που γράφει ένας ιστορικός του αναστήματος του Βασίλιεφ δεν μπορεί να τα αμφισβητήσει κανείς. Οι απέλπιδες προσπάθειες του Βατικανού να αμαυρώσει το Βυζάντιο πέφτουν στο κενό. Το περισπούδαστο έργο του Βασίλιεφ προσφέρει μία ανεκτίμητη υπηρεσία: Βάζοντας σε τάξη με ακρίβεια μία τόσο πολύπλοκη ιστορική περίοδο, όπως η Βυζαντινή, επιτρέπει στο σύγχρονο άνθρωπο να κάνει μία σωστή γνωριμία μαζί της.
Η μακραίωνη βυζαντινή ιστορία που αφηγείται το βιβλίο αυτό, κακομεταχειρισμένη και παρεξηγημένη παλαιότερα, έχει τελείως αναθεωρηθεί στην εποχή μας. Πολλά σπουδαία στοιχεία έχουν αποκαλυφθεί πρόσφατα, ενώ συγχρόνως έγιναν σημαντικές επιστημονικές έρευνες, που φωτίζουν από κάθε πλευρά την τόσο εκπληκτική σε γεγονότα, τόσο πλούσια σε ποικιλία και τόσο αξιόλογη για την μακροχρόνια διάρκειά της βυζαντινή εποχή.
Ωστόσο, έλειπε, όχι μόνο από την ελληνική, αλλά και από την παγκόσμια βιβλιογραφία, μία γενική ιστορία, που θα αξιοποιούσε τις νεότερες έρευνες και ενημερωμένη για τα πιο σύγχρονα επιστημονικά συμπεράσματα, θα εξέθετε κατά ένα πλήρη και συνθετικό τρόπο την εξέλιξη και την τύχη της χιλιετούς αυτοκρατορίας. Αυτό ακριβώς προσφέρει το κλασικό σε όλον τον κόσμο έργο του Βασίλιεφ και αυτό αποτελεί το πλεονέκτημά του σε σχέση με όλα τα άλλα καλά έργα για τη βυζαντινή ιστορία.
Το Βατικανό και ο Πάπας από αιώνες εχθρεύονται και μισούν την Ορθοδοξία και κάνουν ό,τι μπορούν για να μειώσουν το μέγεθος της προσφοράς του Βυζαντίου στον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Από τον 17ο αιώνα, όλοι οι Δυτικοί συγγραφείς (πιστοί στα κελεύσματα του Πάπα) χρησιμοποιούν τον όρο Βυζάντιο σαν να πρόκειται για κάτι το σκοτεινό, το οπισθοδρομικό, το βάρβαρο…
Ο Στήβεν Ράνσιμαν γράφει σχετικά: «Η Δυτική Ευρώπη, με τις προπατορικές αναμνήσεις του φθόνου της για το Βυζαντινό πολιτισμό, με τους πνευματικούς της συμβούλους να κατηγορούν τους Ορθοδόξους ως αμαρτωλούς σχισματικούς και κατατρυχόμενη από ένα συναίσθημα ενοχής, γιατί στο τέλος εγκατέλειψε την Πόλη, προτίμησε να ξεχάσει το Βυζάντιο. Δεν μπορούσε να ξεχάσει το χρέος της στους (αρχαίους) Έλληνες. Είδε, όμως, το χρέος της ως οφειλόμενο μόνον στους κλασικούς χρόνους.
Ο Άγγλος ιστορικός Κάρολος Ντηλ (Ch. Diel) γράφει στο σύγγραμμά του «Les Grands Problems de l’ Histoire Byzantine», σελ. 173-174: «Το Βυζάντιο εδημιούργησε λαμπρόν πολιτισμόν, τον λαμπρότερον ίσως, ο οποίος είδε το φως μέχρι το 1100 στη χριστιανική Ευρώπη. Με αυτόν δε τον πολιτισμό, τον πνευματικό και τεχνικό, εξάσκησε ευρεία επίδραση σε όλους τους λαούς της Ανατολικής Ευρώπης». Άλλος ένας διαπρεπής Άγγλος ιστορικός ο W.C. Dampier γράφει: «Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία παρέμεινε το θεμέλιο του πολιτισμού στους δυσχερέστερους χρόνους του βαρβαρισμού στη Δυτική Ευρώπη. Ο ρόλος του Βυζαντίου στην εξέλιξη των επιστημών και ιδιαίτερα των μαθηματικών και της αστρονομίας είναι σημαντικός».
Το 330 μ.Χ. ο Μ. Κων/τίνος ίδρυσε το «Πανδιδακτήριο» (πανεπιστήμιο), το οποίο διοργάνωσε ο Θεοδόσιος Β’ (425 μ.Χ.). Από το Ανώτατο αυτό Πνευματικό Ίδρυμα του Βυζαντίου παρήλασαν διακεκριμένοι καθηγητές. Από τα βασικότερα μαθήματα, που διδάσκονταν σ’ αυτό ήταν η Αστρονομία, η Αριθμητική και η Γεωμετρία.
Η Αλεξάνδρεια υπήρξε η «επιστημονική μητρόπολη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας». Εκεί ο Θέων ο Αλεξανδρεύς (330-395) κατέγραψε δύο εκλείψεις του ηλίου (των ετών 365 και 372). Έγραψε: «Υπομνήματα εις την Μαθηματικήν Σύνταξιν» του Πτολεμαίου. Εξέδωσε με σχόλια τα «Στοιχεία του Ευκλείδη».
Η Αρχιτεκτονική έφθασε στο ζενίθ με τους δύο κορυφαίους αρχιτέκτονες, τον Ανθέμιο από τις Τράλλεις της Μικράς Ασίας και τον Ισίδωρο από την Μίλητο. Κορυφαίο δημιούργημά τους το αριστούργημα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής ο Ναός της Αγίας Σοφίας(της του Θεού Σοφίας) στην Κων/πολη».
Γενικά, μπορούμε να πούμε, ότι κατά τον χρόνο που στη Δύση εβασίλευε η άγνοια και η βαρβαρότητα, το Ορθόδοξο Βυζάντιο εργαζόταν πολιτιστικά, εκτός των άλλων, και για τη διάσωση και διαιώνιση του θησαυρού της αρχαίας Ελλάδας. Το 357 μ.Χ. ιδρύθηκε στην Κων/πολη Βιβλιοθήκη. Σ’ αυτήν λειτουργούσε και «Μέγα αντιγραφικόν Εργαστήριον», που συντηρούσε παλαιούς και φθαρμένους κώδικες.
Παράλληλα αντιγράφονταν εκεί ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Δημοσθένης, ο Ισοκράτης και ο Θουκυδίδης. Η καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών Αικατ. Χριστοφιλοπούλου γράφει: «Αυτή είναι η πρώτη προσπάθεια διά την διάσωσιν της πνευματικής παραγωγής του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, από τότε που επικράτησε ο Χριστιανισμός στη δημόσια ζωή».
Κάτι ανάλογο γινόταν και στα μοναστήρια. Ο Μητροπολίτης Καισαρείας Αρέθας φρόντισε να αντιγραφούν ορθά και να διασωθούν έτσι πολλά έργα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Το παράδειγμά του βρήκε πολλούς μιμητές. Έτσι, στα περισσότερα μοναστήρια του Βυζαντίου υπήρχαν επιτελεία καλλιγράφων μοναχών, οι οποίοι συνεχώς αντέγραφαν αρχαία συγγράμματα σε παπύρους και περγαμηνές. Είναι τα περίφημα Σκριπτόρια (λατ. scribo = γράφω). Τα «τυπογραφεία» κατά κάποιον τρόπο της εποχής…
Σημαντικότατη προσφορά του Βυζαντίου σε Ανατολή και Δύση. Με αυτόν τον τρόπο δεν χάθηκε ο πνευματικός θησαυρός των αρχαίων μας προγόνων. Και ασφαλώς θα είχαμε και πολλά άλλα έργα της αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, αν οι Τούρκοι κατά την άλωση της Κων/πόλεως, αλλά και των άλλων ελληνικών πόλεων, δεν είχαν παραδώσει στις φλόγες μυριάδες σπάνια χειρόγραφα…
Το αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα όχι μόνο δεν διώχθηκε, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, αλλά αντίθετα αποτέλεσε τη βάση της παιδείας στο Βυζάντιο.
Αλλά, το Βυζάντιο, όπως γράφει ο Ράνσιμαν, «είχε βγάλει χώρες ολόκληρες από τη βαρβαρότητα και είχε δώσει σε άλλες την εκλέπτυνση των ηθών».
Σημαντικό γεγονός της βασιλείας του Μιχαήλ Γ’ (842-867) είναι η διάδοση του Χριστιανισμού στους Σλαβικούς λαούς. Δύο ιεραπόστολοι από τη Θεσσαλονίκη, οι αδελφοί Κύριλλος και Μεθόδιος, στάλθηκαν στην Μοραβία (Τσεχοσλοβακία), επί Πατριάρχου Φωτίου, μαζί με άλλους συνεργάτες μοναχούς και τεχνικούς. Ο Μεθόδιος ήταν πρακτικότερος. Ο Κύριλλος ήταν πραγματικά σοφός, καθηγητής της Φιλοσοφίας και Θεολογίας στο πανεπιστήμιο της Κων/πολης.
Δημιούργησαν το σλαβικό αλφάβητο, το λεγόμενο Κυρίλλειο, με βάση το ελληνικό αλφάβητο με κεφαλαία γράμματα. Έτσι, κατόρθωσαν να μεταφράσουν από την ελληνική στη σλαβωνική το Ευαγγέλιο και τα αναγκαία λειτουργικά βιβλία. Με τη χρησιμοποίηση της ντόπιας γλώσσας προσέλκυσαν την αγάπη του λαού των χωρών εκείνων στη νέα θρησκεία και στον βυζαντινό πολιτισμό. Μία από τις περιπτώσεις που το Βυζάντιο έβγαλε χώρες ολόκληρες από τη βαρβαρότητα και έδωσε την εκλέπτυνση των ηθών.
Ο πολιτισμός στη Γερμανία ήρθε από το Βυζάντιο, χάρη στην Ελληνίδα πριγκίπισα Θεοφανώ, μητέρα του Όθωνα Γ’. Πραγματικά, στην ιστορία διαβάζουμε: Η Θεοφανώ, Αυτοκράτειρα των Γερμανών (972-983) ήταν αδελφή του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου, θυγατέρα του Ρωμανού Β’ και της Θεοφανούς. Παντρεύτηκε τον Αυτοκράτορα της Γερμανίας Όθωνα Β’.
Ήταν ωραία και ευφυής, ανωτέρας μορφώσεως. Άσκησε ευεργετικότατη επίδραση στη Γερμανία. Εισήγαγε την εθιμοτυπία και την πολυτέλεια της Βυζαντινής Αυλής. Στη Γερμανία την συνόδευαν αρκετοί σοφοί άνδρες του Βυζαντίου, οι οποίοι εισήγαγαν την διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και της φιλοσοφίας, η οποία αργότερα αναπτύχθηκε πολύ στη Γερμανία.
Τα λίγα αυτά στοιχεία που παρουσιάσαμε είναι αρκετά να επιβεβαιώσουν τα γραφόμενα από τον Ράνσιμαν: Το Βυζάντιο είχε βγάλει χώρες ολόκληρες από την βαρβαρότητα και είχε δώσει σε άλλες την εκλέπτυνση των ηθών. Για 11 αιώνες η Κων/πολις ήταν κέντρο ενός κόσμου φωτός.