Ταινία – Η καταγωγή των Σάμι
http://litlepost.blogspot.gr/2018/05/13-2018.html
«Η καταγωγή των Σάμι» («Sami Blood») της πρωτοεμφανιζόμενης -σε ταινίες μεγάλου μήκους- Σουηδέζας σκηνοθέτη Αμάντα Κέρνελ είναι μια ωδή στους παραγκωνισμένους αυτόχθονες πληθυσμούς οι οποίοι κατοικούν από αρχαιοτάτων χρόνων στο βόρειο άκρο της Σκανδιναβικής χερσονήσου (σ.σ. η γνωστή περιοχή της Λαπωνίας), υιοθετώντας ημινομαδικό τρόπο ζωής και ασχολούμενοι κυρίως με την εκτροφή ταράνδων. Η ταινία μάς μεταφέρει στη Σουηδία της δεκαετίας του 1930, οπότε οι ναζιστικές προκαταλήψεις ενάντια στη φυλή των Σάμι είχαν οδηγήσει σε φρενίτιδα ναζιστικών ψευδοεπιστημονικών μελετών. Μοναδικός σκοπός αυτών, να επικυρώσουν τις σαθρές ναζιστικές ρατσιστικές αντιλήψεις που θα δικαιολογούσαν τη διαιώνιση του καθεστώτος απομόνωσης των συγκεκριμένων πληθυσμών.
Στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκεται η 14χρονη Έλε-Μάργια (Λένε Σεσίλια Σπάροκ), που μαζί με τη μικρή της αδελφή πηγαίνουν αναγκαστικά από το σουηδικό κράτος σε ένα ειδικό σχολικό οικοτροφείο για Σάμι. Στο καταπιεστικό αυτό περιβάλλον, τα παιδιά είναι υποχρεωμένα να μιλάνε σουηδικά και όχι την γλώσσα τους, υποβάλλονται σε εξονυχιστικές μελέτες των ανατομικών τους χαρακτηριστικών, οι οποίες καταλήγουν σε εξευτελιστικές γυμνές φωτογραφίσεις. Ναζιστικό κρατικό μπούλιγκ δηλαδή, απέναντι σε παιδιά, με σκηνές που εξοργίζουν τον θεατή που πρωτοαντικρίζει την αλήθεια, που θεωρούσε τη Σουηδία λίκνο της Δημοκρατίας. Επιπλέον, οι συζητήσεις στη σααμική γλώσσα καταλήγουν σε βαριές τιμωρίες, καθώς στο σχολείο -αλλά και στις επίσημες εκδηλώσεις- επιτρέπονται μόνο τα σουηδικά. Η προκατάληψη αφήνει τα σημάδια της τόσο στο σώμα, όσο και στην ψυχή.
Ως σκληρή ιστορία ενηλικίωσης, η ταινία της 31χρονης δημιουργού μάς δείχνει πως τα βαθιά ψυχικά τραύματα που προκαλούνται από τις ναζιστικές κρατικές συμπεριφορές αναγκάζουν μια νεαρή κοπέλα να απαρνηθεί την καταγωγή της, και κυρίως να εκθρέψει μέσα της το μίσος για όλα όσα σημαίνει αυτή η «παραμορφωμένη» από τον ρατσισμό ταυτότητα. Όλοι οι Σουηδοί σαν λαός αντιμετωπίζουν τους Σαάμι σαν αξιοπερίεργα ζώα του τσίρκου. Έτσι εξηγείται γιατί ο Χίτλερ δεν εισέβαλε ποτέ στην Σουηδία. Ήταν ήδη ναζιστικό κράτος, με επίφαση δημοκρατίας. Η Έλε-Μάργια όμως αισθάνεται διαφορετική. Οι υψηλές μαθητικές επιδόσεις και η ίδια η φύση του χαρακτήρα της, την ωθούν στο να διεκδικεί ολοένα και περισσότερα. Όταν μάλιστα θα νιώσει για πρώτη φορά πώς είναι να αντιμετωπίζεται κανείς ισότιμα από έναν συνομήλικο της Σουηδό, η αντίστροφη μέτρηση για τη μεγάλη «έξοδο» ξεκινά.
Η εκφραστικότητα των ματιών της δυνατής «πρωτάρας» Λένε Σεσίλια Σπάροκ κρατά ανεξίτηλα χαραγμένο στη μνήμη το διερευνητικό βλέμμα μιας ηρωίδας που δεν είναι φτιαγμένη για μια ζωή υπό περιορισμό. Διψασμένη για ζωή, η νεαρά αποδρά αποκηρύσσοντας την εθνότητα που την γέννησε, αλλά συνάμα «καταδίκασε» να μένει καθηλωμένη… στην άκρη του κόσμου. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά επανεφευρίσκει την ταυτότητά της, διεκδικώντας με πάθος και -συνάμα- αίσθημα αυτοσυντήρησης το δικαίωμα σε μια ζωή με αληθινές προοπτικές και απολαύσεις. Όπως είναι φυσικό, αυτή τη στάση δεν υποδέχεται χαρμόσυνα κανένας από τους δύο «κόσμους» ανάμεσα στους οποίους ελίσσεται. Η εθνότητα των Λαπώνων την διώχνει, ενώ η ναζιστική σουηδική εθνότητα την απορρίπτει.
Περισσότερο από την όποια αξία της ως έργο της έβδομης τέχνης, η καλογυρισμένη αυτή ταινία χρήζει προβολής από όλους διότι συμβάλλει στο να σηκωθεί λίγη από τη «σκόνη» που καλύπτει ένα όχι αρκετά προβεβλημένο χρονικό φυλετικών διακρίσεων επί ευρωπαϊκού εδάφους. Διαδραματίζεται στα εδάφη μιας «πολιτισμένης» χώρας, υποτίθεται δημοκρατικής, που φέρεται ναζιστικά και αλήτικα στους αυτόχθονες πληθυσμούς της.
Αν και ο πυρήνας του «Sami Blood» είναι ουσιαστικά μια αναδρομή στα εφηβικά χρόνια της Έλε-Μάργια, η παρουσία της 78χρονης της πρωταγωνίστριας στο παρόν, χαρίζει στην ταινία μια ενδιαφέρουσα εισαγωγή και ένα άκρως ταιριαστό επιμύθιο. Αρχικά, η συμπεριφορά της Κριστίνα (σ.σ. όπως είναι το νέο όνομά της που έχει εφεύρει) δείχνει πόσο μεγάλα ποδάρια μπορεί να έχει το μίσος μιας ναζιστικής καθυστερημένης κοινωνίας, ακόμα και ότι αυτό στοχεύει στα θεμέλια της ίδιας μας της ύπαρξης. Μπορεί όμως το έντονο αυτό συναίσθημα να σκεπάζει παντοτινά τις ενοχές απέναντι στους ομοαίματους που έμειναν πίσω, στην πατρογονική γη; Την απάντηση θα δώσει η σιγοκαίουσα ελπίδα συμφιλίωσης της ηρωίδας με τις καταβολές της, η οποία πεθαίνει -όπως πάντα- τελευταία.
Στείρωσαν 230 χιλιάδες ανθρώπους στη Σουηδία γιατί “νόθευαν την καθαρότητα της φυλής”. Η ανατριχιαστική αποκάλυψη για το πρόγραμμα που εφάρμοζε επί 40 χρόνια η χώρα.
http://litlepost.blogspot.gr/2018/05/13-2018.html
Το 1997 η σουηδική εφημερίδα «Dagens Nyheter» έκανε μια ανατριχιαστική αποκάλυψη που συγκλόνισε την παγκόσμια κοινή γνώμη. Από το 1935 έως το 1976, οι Σουηδοί εφάρμοσαν ένα πρόγραμμα με σκοπό να διατηρήσουν την «καθαρότητα της φυλής».
Στο πλαίσιο του προγράμματος περισσότεροι από 60.000 άνθρωποι, στην πλειονότητά τους γυναίκες, στειρώθηκαν, καθώς θεωρούνταν «κατώτεροι» είτε διότι ήταν μιγάδες, είτε επειδή είχαν νοητική υστέρηση, ψυχολογικά προβλήματα ή «παρεκκλίνουσα» συμπεριφορά, όπως έντονη σεξουαλική δραστηριότητα. Σε γενικές γραμμές το πρόγραμμα εφαρμόστηκε σε όσους τα χαρακτηριστικά τους θεωρήθηκε ότι δεν άρμοζαν στο πρότυπο της άριας φυλής.
Το πρόγραμμα στειρώσεων άρχισε να εφαρμόζεται μετά τη ψήφιση σχετικού νόμου το 1934. Οι σουηδικές αρχές διεξήγαγαν το πρόγραμμα με άκρα μυστικότητα. Την έρευνα έκανε ο δημοσιογράφος Ματσιέχ Ζαρέμπα και στο ρεπορτάζ του φιλοξένησε τη μαρτυρία μιας γυναίκας. Η Μαρία Νόρντιν, κατήγγειλε ότι όταν ήταν μαθήτρια δεν έβλεπε καλά τον πίνακα καθώς είχε μυωπία, αλλά δεν φορούσε γυαλιά. Οι σχολικές αρχές την κατέταξαν στα «καθυστερημένα παιδιά», την έβαλαν σε ειδικό σχολείο και σε ηλικία 17 ετών, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, την κάλεσαν να υπογράψει «κάτι χαρτιά». Η μαρτυρία της 72χρονης τότε γυναίκας είναι συγκλονιστική.
Υπέγραψα γιατί ήξερα ότι πρέπει να το κάνω για να βγω από εκεί. Με οδήγησαν σε νοσοκομείο όπου μου έκαναν ολική αφαίρεση γεννητικών οργάνων. Ένας γιατρός μου είπε: δεν είσαι και πολύ έξυπνη, δεν πρέπει να κάνεις παιδιά.
Σύμφωνα με την έρευνα της εφημερίδας οι στειρώσεις, επισήμως, ήταν οικειοθελείς. Πολλά θύματα όμως κατήγγειλαν, ότι αναγκάστηκαν να υπογράψουν, με την απειλή ότι αν δεν το έκαναν, θα έχαναν τα παιδιά τους, αν αποκτούσαν, καθώς και όλες τις κοινωνικές παροχές.
Η αποκάλυψη δημιούργησε σάλο στη σουηδική κοινή γνώμη και προκάλεσε την παρέμβαση της τότε υπουργού Κοινωνικών Υποθέσεων Μαργκότ Βάλστρομ. Αποκάλεσε το μέτρο “πράξη βαρβάρων” και διέταξε έρευνα για τη διαλεύκανση του ζητήματος. Η σουηδική κυβέρνηση διόρισε τον καθηγητή Καρλ Γκούσταφ Άντρεν επικεφαλής μια επιτροπής για να φωτίσει το ρόλο που διαδραμάτισαν γιατροί και πολιτικοί στην υπόθεση και να συλλέξει όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία. Έπειτα από περίπου τρία χρόνια ο καθηγητής παρέδωσε στην σουηδική κυβέρνηση την έκθεση με όλα τα στοιχεία που συγκέντρωσε, τα οποία είναι ανατριχιαστικά.
230.000 άτομα υπέστησαν στείρωση στη Σουηδία από το 1935 έως το 1996. Μάλιστα οι 63.000 στειρώσεις έγιναν από το 1935 έως το 1976 στο πλαίσιο των νόμων που είχε εγκρίνει ομόφωνα η σουηδική Βουλή.
Το 1976 ψηφίστηκε νέος νόμος που όριζε ως αναγκαία την προηγούμενη συγκατάθεση των ενδιαφερομένων. Στα χρόνια που ακολούθησαν έως το 1996, υπέστησαν στείρωση περίπου άλλοι 166.000 άνθρωποι.
Τη δεκαετία του ’50, παρατηρήθηκε μία μεταστροφή, με αποτέλεσμα, ενώ αρχικά οι περισσότερες στειρώσεις γίνονταν υπό πίεση, τελικά οι περισσότερες κατέληξαν να γίνονται με τη συγκατάθεση του ενδιαφερομένου.
Η δημοσιογραφική έρευνα που δημοσιεύθηκε στη «Dagens Nyheter» επί τέσσερις ημέρες, υποστήριζε ότι το πρόγραμμα δεν εφαρμοζόταν μόνο στη Σουηδία. Η Δανία και η Νορβηγία είχαν θέσει σε εφαρμογή αντίστοιχα προγράμματα «φυλετικών εκκαθαρίσεων» μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Όποιος νομίζει ότι είναι τυχαίο το 13% που έχουν σήμερα οι ναζιστές στο κοινοβούλιο της Σουηδίας, είναι καιρός να πέσει από τα σύννεφα.