Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 28 Ιουλίου 2017

Ο Διονύσιος ο Φιλόσοφος και η επανάσταση του 1611



Ο Διονύσιος ο Φιλόσοφος και η επανάσταση του 1611


Απ’ τα πρώτα παιδικά μας χρόνια, τότε που στο σχολείο ακούγαμε το δάσκαλο να μας μιλάει για το Διονύσιο Φιλόσοφο ή Σκυλόσοφο και το Κίνημα του, παραμένει ζωντανό στη μνήμη μας το δράμα του προδομένου και γδαρμένου ζωντανού Δεσπότη κάθε φορά δε που μας δίνεται η ευκαιρία, μέσα από τα κείμενα και τα γεγονότα της εποχής του και των μεταγενέστερων εποχών, εύκολα αντιλαμβανόμαστε πως το δράμα εκείνο δε συνδέεται μονάχα με το Διονύσιο το Φιλόσοφο και τους λίγους αγωνιστές της λευτεριάς που στήριξαν την Επανάσταση του είναι ταυτόχρονα και δράμα ολόκληρου του Γένους μας, σε τελευταία ανάλυση δράμα δικό μας.
Και τούτο γιατί η Επανάσταση του 1611, υπήρξε το πρώτο απελευθερωτικό Κίνημα των υπόδουλων Ελλήνων εναντίον των Τούρκων. Κατέληξε, δυστυχώς, σε οικτρή αποτυχία σημάδεψε όμως το γεγονός αυτό, αποφασιστικά μάλιστα, την ιστορία της πόλης μας, της Ηπείρου και ολοκλήρου του Ελληνικού Γένους, κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Και σήμερα ακόμα που συμπληρώθηκαν 390 ολόκληρα χρόνια από την εκδήλωση του, μπορούμε με το νου και την καρδιά, να συλλάβουμε το μεγαλείο του, ιδιαίτερα κάτω απ’ τις αντίξοες συνθήκες που έγινε το ξετύλιγμα του.
Το περίφημο Δεσποτάτο της Ηπείρου, στην εποχή του οποίου τα Γιάννινα είχαν αποβεί μια από τις σπουδαιότερες πόλεις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, κέντρο αξιόλογο του μεσαιωνικού Ελληνισμού, είχε σβήσει οριστικά από καιρό.

Απ’ το 14ο αιώνα είχε γίνει αισθητή η εμφάνιση των Τούρκων στη Βαλκανική. Στα 1430 καταλαμβάνουν και καταστρέφουν τη Θεσσαλονίκη. Ο σουλτάνος Μουράτ ο Β’ δίνει εντολή στο στρατηγό Σινάν να καταλάβει τα Γιάννινα. Πριν εκτελέσει τη διαταγή ο Σινάν στέλνει τελεσίγραφο στο Μητροπολίτη και τους προκρίτους και ζητάει την πόλη και τα κάστρα της. Μπροστά στην απειλή της καταστροφής και του εξανδραποδισμού οι Γιαννιώτες διαπραγματεύονται την αναίμακτη υποταγή. Τα Γιάννινα περιέρχονται στους Τούρκους στις 9 Οκτωβρίου του 1430. Με τη συνθήκη, που υπογράφτηκε στο Κλειδί της Μακεδονίας, ο Σινάν παραχωρούσε αρκετά προνόμια στους Γιαννιώτες.
Διαφωτιστικός, στο σημείο αυτό, ο περίφημος «Ορισμός» του Σινάν Πασά, όπως τον αντέγραψε, απ’ τον Σιναϊτικό Κώδικα, ο Κων/νος Αμαντος και τον παρουσίασε στα «Ηπειρωτικά Χρονικά», το έτος 1930.
«Του Σινάν πασά ορισμός και χαιρετισμός εις τον πανιερώτατον μητροπολιτών Ιωαννίνων και εις τους εντιμότατους άρχοντες, μικρούς τε και μεγάλους.
Να ηξευρετε οτι μας έστειλεν ο μέγας αυθεντης να παραλάβωμεν του Δούκα τον τόπον και τα κάστρη του. Και ωρισέν μας γουν ούτως! ότι οποίον κάστρο και χώρα προσκύνηση με το καλόν, να μηδέν έχει κανένα φόβον, ούτε κακόν ούτε κουρσεμόν αλλ’ ούτε κανέναν χαλάσμον. και οποίον κάστρο και χώρα δεν προσκυνήσουσιν, ώρισεν να τα καταλύσω και να τα χαλάσω εκ θεμελίων, ώσπερ εποίησα και την θεσσαλονίκην. Διά τούτο γράφω και λέγω σας ότι να προσκυνήσετε με το καλόν και μηδέν πλανηθείτε και ακούσετε των Φράγκων τα λογία ότι τίποτε δεν σας θέλουν ωφελήσει, πλην αν σας χαλάσουν καθώς εχαλάσασιν και τους θεσσαλονικαίους. Και ένεκεν τούτου ομνέω σας τον θεόν του Ουρανού της γης και τον προφήτην Μωάμεθ και εις τα επτά μουσάφια και εις τους εκατόν εικοσιτέσσαρες χιλιάδες προφηταις του Θεού και εις την ψυχήν μου και εις την κεφαλην μου και εις το σπαθί όπου ζώνομαι ότι να μηδέν έχετε κανέναν φόβον, μήτε αιχμαλωτισμόν, μητε πιασμόν παιδιών, μήτε εκκλησίας να χαλάσωμεν. Ο μητροπολίτης να έχει την κρίσιν του την ρωμαϊκήν και όλα τα εκκλησιαστικά δικαιώματα: οι άρχοντες όσοι έχουσιν τιμάρια, πάλιν να τα έχουσιν τα γονικά τους, τα υποστατικά τους και τα πράγματα τους όλα να τα έχουν χωρίς τινός λόγου και άλλα είτι ζητήματα θέλετε ζητήσει να σας τα δώσωμεν. Ει τε και σταθείτε πεισματικά και δεν προσκυνήσετε με το καλόν να ηξεύρετε ότι ωσπερ εδιαγουματίσαμεν την Θεσσαλονίκην και εχαλάσαμεν ταις εκκλησίαις και ερημώσαμεν και αφανίσαμεν τα πάντα, ούτως θέλομεν χαλάσει εσάς και τα πράγματα σας και το κρίμα να το γυρέψη ο θεός απ’ εσάς».
Ο «Ορισμός» του Σινάν Πασά εξασφάλιζε στους Γιαννιώτες, όχι σε όλους βέβαια, αλλά στο μητροπολίτη και στους «εντιμότατους άρχοντες» πολύτιμα προνόμια. Προνόμια όμως που δεν τα απολάμβαναν πάντοτε και τα οποία εύκολα τα καταπατούσαν αυτοί που ήταν υπεύθυνοι για την εφαρμογή τους. Όπως κι αν εφαρμόστηκε όμως ο «Ορισμός» του Σινάν Πασά, γεγονός που δεν μπορεί κανένας να αμφισβητήσει είναι ότι ο Ορισμός αυτός έχει ιδιαίτερη σημασία, όχι μονάχα για την Ήπειρο, αλλά και για ολόκληρη την Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Είναι η πρώτη συμφωνία που έγινε επίσημα από τους Τούρκους για την κατάκτηση ενός τόπου. Σε αυτή τη συμφωνία που θα επηρεάσει σημαντικά την εξέλιξη της Ηπείρου, θα στηριχτούν και άλλες περιοχές, όπως η Χίος και οι Κυκλάδες, για να εξασφαλίσουν τα προνόμια τους.

Στις αρχές του 17ου αιώνα, από τον ηγεμονικό θρόνο των Ιωαννίνων, κυβερνούσε, σαν απόλυτος μονάρχης, την Ήπειρο ο περίφημος Ασλάν πασάς, κτήτορας του ομώνυμου τζαμιού, στο οποίο σήμερα στεγάζεται το δημοτικό μουσείο, και γενάρχης, της δυναστείας των Ασλάν. Οι Τούρκοι είχαν αρχίσει από καιρό να παραβιάζουν τα προνόμια που είχαν παραχωρήσει στους ραγιάδες και, συχνά, προέβαιναν σε πρωτόγνωρες βιαιοπραγίες που μετέβαλαν τη ζωή των Ηπειρωτών σε πραγματικό μαρτύριο. Αισθάνονταν να τρέμουν κάπως τα πόδια τους και βρίσκονταν πάντοτε σε άγρυπνη επιφυλακή απέναντι των χριστιανών ηγεμόνων της Ευρώπης, αλλά και απέναντι του ατίθασου ραγιά, που αψηφούσε καταστροφές και μαρτύρια και αγωνιζόταν, με μανία, εναντίον τους.
Την ίδια εποχή η Ευρώπη, και συγκεκριμένα η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία, αποτελούσε το κέντρο του «πολιτισμένου» κόσμου.
Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τις ανακαλύψεις και το χρήμα των αποικιών ρέει άφθονο. Δυο είναι οι κύριοι εχθροί της Χριστιανικής Ευρώπης : οι αιρετικοί και η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Για τους αιρετικούς φροντίζει η Ιερά Εξέταση. Για την Οθωμανική Αυτοκρατορία η φροντίδα ανατίθεται στους υπόδουλους λαούς. Όλη η Βαλκανική Χερσόνησος, ειδικότερα δε η Ήπειρος, η Αλβανία, η Θεσσαλία και η Πελοπόννησος, οργώνεται κυριολεκτικά από απεσταλμένους των Ευρωπαίων αυτοί εκμεταλλεύονται τον πόθο των σκλαβωμένων για την λευτεριά τους ξεσηκώνουν, αλλά γρήγορα τους προδίνουν και τους πουλάνε στο σουλτάνο. Η κίνηση πάντως στη Δύση εναντίον της Τουρκίας είναι ζωηρότατη αυτή η κίνηση ηλεκτρίζει τον πατριωτισμό των Ελλήνων. Η μεγάλη ναυμαχία της Ναυπάκτου, το 1511, στην οποία πήραν μέρος και οι Έλληνες, και στην οποία καταστράφηκε ο Τουρκικός στόλος, αναπτέρωσε, οπωσδήποτε, τις ελπίδες. Λίγα χρόνια αργότερα ο αρματολός της Βόνιτσας και του Λούρου Θεόδωρος Γρίβας κήρυξε την επανάσταση στην Ακαρνανία και στην Ήπειρο. Την ίδια εποχή εξεγέρθηκαν οι αρματολοί της Ηπείρου Πούλιος Δράκος και Μαλάμας. Όλες αυτές τις επαναστατικές κινήσεις υποκινούσαν και υπέθαλπαν οι Χριστιανοί της Δύσης. Αυτοί, αφού, με υποσχέσεις, ξεσήκωναν το ραγιά, τον εγκατέλειπαν, τελικά, στην εκδικητική μανία των Τούρκων και τον πρόδιναν αδίσταχτα.
Όμως ο πολύπαθος ραγιάς ποτέ δεν έχασε το θάρρος και δεν απέβαλε την ελπίδα για την εθνική του αποκατάσταση. Μόλις έβρισκε την ευκαιρία ξεσηκωνόταν. Δίπλα στο ραγιά οι φωτισμένοι δάσκαλοι του Γένους που είχαν υψώσει, από πολύ ενωρίς, τον πυρσό της διαφώτισης, πιστεύοντας, πολύ πριν από τον Κοραή, πως το Γένος για να λυτρωθεί πρέπει πρώτα να μορφωθεί. Και δίπλα σ’ αυτούς και λαμπροί κληρικοί, απ’ τους οποίους οι πιο πολλοί ήταν βαθιά καλλιεργημένοι. Και αυτοί πήραν στα χέρια τους τις τύχες του Έθνους, προσπάθησαν και κατόρθωσαν να διατηρήσουν τη Θρησκεία και τον Εθνισμό τους, γιατί είχαν μέσα τους βαθιά την πεποίθηση πως ο Θεός δεν ήταν δυνατό να έχει εγκαταλείψει το δουλωμένο Γένος και πως μια μέρα, αργά ή γρήγορα, θα αποχτούσε τη λευτεριά του.
Μια τέτοια φλογερή ιδιοσυγκρασία ήταν ο Διονύσιος. «Πρωτοστάτης γενόμενος κατά το Σπυρίδωνα Λάμπρο της μακράς σειράς των ηρώων και μαρτύρων οίτινες κατά τους χρόνους της δουλείας και κατά τας ημέρας του περί ανεξαρτησίας αγώνος ηγωνίσθησαν και εθυσιάσθησαν προς εξυπηρέτησιν της πατρίδος».

Ο Διονύσιος καταγόταν απ’ την Ήπειρο και πιθανώς απ’ την επαρχία της Παραμυθιάς : Έγινε από μικρή ηλικία μοναχός και εμόνασε στο ιστορικό μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου στο Διχούνι, που βρισκόταν τότε στην ακμή του και αποτελούσε ένα ισχυρό κληρικό φέουδο, είχε 18 Μετόχια, πολλά και πλούσια κτήματα σε 25 χωριά της Ηπείρου. Επειδή ξεχώρισε ανάμεσα στους άλλους συμμαθητές του, στάλθηκε, στη συνέχεια, για να συμπληρώσει τις σπουδές του στα διάσημα πανεπιστήμια της Βενετίας και της Πάδοβας στην Ιταλία. Εκεί σπούδασε φιλολογία, φιλοσοφία, φυσική και ιατρική. Γύρω στα 1580 επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί συνεχίζει τις σπουδές του ασχολείται με τη λογική, τη γραμματική, την ποιητική, ακόμα και με την αστρομαντεία. Σε αυτές τις πλούσιες γνώσεις που απέκτησε με τις σπουδές του και με τα ταξίδια του, οφείλεται, φαίνεται, και η ονομασία του «φιλόσοφος». Σπουδαίες ενδείξεις για την εκπαίδευση και τη μόρφωση του Διονυσίου, μας δίνει ακόμα και ο πιο σκληρός επικριτής του, ο Μάξιμος ο Πελοποννήσιος, ο οποίος μαρτυρεί ότι «δεν εθεώρει εαυτόν απλώς ο ίδιος ο Διονύσιος Φιλόσοφον, αλλ’ υπό πάντων ούτως ετιτλοφορείτο».
Στην Κωνσταντινούπολη ο Διονύσιος πήρε ενεργό μέρος και στις ενδοεκκλησιαστικές έριδες, από τις οποίες, εκείνη την εποχή, συγκλονιζόταν το Πατρειαρχείο ήταν Ιεροδιάκονος του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιερεμία. Στη μια αντιμαχόμενη πλευρά ανήκει ο Ιεροδιάκονος Διονύσιος και στην άλλη ο διάκονος Μάξιμος. Οι δυο αυτοί κληρικοί θα συναντηθούν αργότερα στα Γιάννινα από τη διαμάχη τους αυτή στην Κωνσταντινούπολη εξηγείται το πάθος και το μίσος του Μαξίμου εναντίον του Διονυσίου, όπως αυτά εκδηλώνονται μέσα από το «Στηλιτευτικό λόγο» του, που θα μας απασχολήσει στη συνέχεια.
Ο Πατριάρχης Ιερεμίας αναγνωρίζει τη μόρφωση και τα προσόντα του Διονυσίου, τον προάγει αρχικά σε Μέγα Αρχιδιάκονο και ένα χρόνο αργότερα, το 1593, σε επίσκοπο Λαρίσης. Ο Διονύσιος μεταφέρει την έδρα της επισκοπής από τη Λάρισα στην Τρίκκη. Ως λόγος αυτής της μετακίνησης αναφέρεται το γεγονός ότι η Λάρισα είχε τότε πολύ λίγους κάτοικους, αυτό όμως δε φαίνεται ότι ευσταθεί. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Δημήτριος Σαλαμάγκας στο βιβλίο του «Η Σπηλιά του Σκυλοσόφου» η Λάρισα ήταν εκείνη την εποχή μια μεγάλη σε πληθυσμό πόλη υποθέτει δε ότι αυτή η μετακίνηση έγινε για να μπορέσει ο Διονύσιος να οργανώσει καλύτερα την εξέγερση εναντίον των Τούρκων.
Ως επίσκοπος Τρίκκης ο Διονύσιος έζησε το δράμα του υπόδουλου Ελληνισμού. Το σκλαβωμένο Γένος είχε παραδοθεί στους βασανισμούς, στην εξαθλίωση και στους εξισλαμισμούς. Ο ραγιάς δεν μπορούσε να υπομείνει άλλο τους Τούρκους. Αυτό το βάρος της Τούρκικης Τυραννίας το ένιωσε καλά ο Διονύσιος. Για να τινάξει αυτό το βάρος προχώρησε στα δυο γνωστά απ’ την ιστορία κινήματα του, το πρώτο στη Θεσσαλία το 1600, και το δεύτερο στα Γιάννινα το 1611.
Κατά το μήνα Οκτώβριο ή Νοέμβριο του 1600 κήρυξε ο Διονύσιος την επανάσταση του κατά του Σουλτάνου. Ο Διονύσιος προετοίμασε αυτή την εξέγερση και ήρθε σε συνεννόηση με τους αρματολούς των Αγράφων. Δεν είναι δυστυχώς γνωστό πώς προπαρασκευάστηκε, πόσο χρονικό διάστημα διήρκεσε και με ποια μέσα έγινε η εξέγερση. Το μόνο που ιστορικά γνωρίζουμε είναι ότι η εξέγερση αυτή απέτυχε. Κατά πάσα πιθανότητα ο Διονύσιος έπεσε θύμα προδοσίας. Με τη βοήθεια ίσως Ισπανών ή Νεαπολιτών ο Διονύσιος κατάφερε να ξεφύγει στην Ιταλία, εγκαταλείποντας την αρχιερατική του έδρα και το ορμητήριο της επανάστασης. Η σχετική Εκκλησιαστική Πράξη του Πατριαρχείου, με την οποία απομακρύνθηκε απ’ την αρχιερατική του έδρα, χαρακτηρίζει την επανάσταση του Διονυσίου ως «πράγμα επιβλαβές και επόλεθρον κατά τε της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, της επαρχίας αυτού ταύτης και παντός του Γένους των ευσεβών τολμηρώς και αλογίστως αποστασίαν μελετήσας κατά της βασιλείας του Πολυχρονίου βασιλέως σουλτάν Μεχμέτ και πολλά των ατόπων διανοήθεις και σκεψάμενος, πάνυ οντα μετά επίβουλης και κινδύνων θανατηφόρων, πολλούς μεν των ιερωμένων και λαϊκών, αλλά δη και αρχιερέων, αισχίστων θανάτων υποπεσείν παρεσκεύασεν».

Ο μητροπολίτης Τρίκκης Σεραφείμ, ο οποίος αργότερα ονομάστηκε άγιος, πέθανε με μαρτυρικό θάνατο, επειδή στήριξε το Διονύσιο. Είναι δε χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο Διονύσιος δεν καθαιρέθηκε από το αρχιερατικό αξίωμα, αλλά θεωρήθηκε έκπτωτος από το μητροπολιτικό θρόνο της Λάρισας, τον οποίο επί έξι μήνες είχε εγκατ Η αποτυχία της Θεσσαλικής επανάστασης δεν αποθάρρυνε το Διονύσιο. Σκοπό της ζωής του ο φιλόπατρης αυτός ιεράρχης είχε θέσει τη λύτρωση του Γένους από τη σκλαβιά ήξερε καλά ότι η εκπλήρωση ενός τέτοιου υψηλού σκοπού δεν μπορούσε να γίνει χωρίς θυσίες. Αυτό ακριβώς τον οδήγησε στην Ιταλία και στη Ισπανία, όπου ήλπιζε ότι θα εξασφαλίσει τα απαραίτητα μέσα για να ξεκινήσει νέα επανάσταση εναντίον των Τούρκων. Με την υπόσχεση για βοήθεια από τους ξένους, και ιδιαίτερα από τους Ισπανούς, επιστρέφει ο Διονύσιος, το 1609, στην Ήπειρο. Στην Ήπειρο, την ίδια εποχή, βρέθηκε, αφού πιάστηκε αιχμάλωτος από πειρατές και εξαγοράστηκε από τους Ηπειρώτες, ο Μάξιμος. Τον είχαν φέρει οι Γιαννιώτες ως δάσκαλο στα Γιάννινα. Οι δρόμοι του Μαξίμου και του Διονυσίου ξανασμίγουν, μετά την Κων/λη, στα Γιάννινα. Έτσι το παλιό μίσος του Μαξίμου θα ξαναξυπνήσει μετά την αποτυχία της εξέγερσης του 1611 και θα αποβεί ο πιο σκληρός επικριτής του Διονυσίου.
Ο Διονύσιος επιστρέφει στο μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου στο Διχούνι, απ’ όπου είχε ξεκινήσει τη σταδιοδρομία του. Επί δύο χρόνια οργώνει τα χωριά της Θεσπρωτίας και προπαγανδίζει τις ιδέες του για την εξέγερση. Ίσως δεν είναι τυχαίο που διάλεξε να ξεσηκώσει πρώτα τους κατοίκους της Παραμυθιάς. Δεν ήταν μόνο που η Παραμυθιά ήταν η περιοχή που γεννήθηκε και πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Ήταν επίσης το γεγονός ότι η περιοχή ελεγχόταν από ντόπιους φυλάρχους πρόθυμους να κάνουν πόλεμο προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα τους. Τέτοιες δυνατότητες δεν παρείχαν οι κάτοικοι του Ζαγορίου και των Κουρέντων, γιατί τα προνόμια της περιοχής που είχαν εξασφαλίσει με τον ορισμό του Σινάν Πασά εύκολα μπορούσαν να τους οδηγήσουν να προδώσουν οποιοδήποτε κίνημα που θα έβλαπτε τα συμφέροντα τους.
Παράλληλα ο Διονύσιος είχε φροντίσει να βρει και ανάλογα στηρίγματα μέσα στο Κάστρο των Ιωαννίνων. Το Κάστρο εκείνη την εποχή ήταν ένα απόρθητο φρούριο και θα ήταν αδύνατο σε εξεγερμένους χωρικούς να κατακτήσουν τα Γιάννινα, χωρίς να έχουν συμμάχους τους Καστρινούς. Αυτό το ήξερε καλά, με την πολιτική πείρα που διέθετε, ο Διονύσιος. Κάποια στηρίγματα, ασφαλώς, είχε στο Κάστρο ο Διονύσιος. Ανάμεσα απ’ αυτά και ο επίσκοπος Δρυϊνουπόλεως Ματθαίος που αναπλήρωνε στα καθήκοντα του το βαριά άρρωστο μητροπολίτη Μανασσή. Μια μεγάλη μερίδα όμως των Καστρινών, αυτών που ήταν οικονομικά ισχυροί, ήταν ικανοποιημένη με την κατάσταση που επικρατούσε εκείνη την εποχή στα Γιάννινα. Στο Κάστρο των Ιωαννίνων επικρατούσε ακόμα το παλιό φεουδαρχικό σύστημα. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που απολάμβαναν πλούσια τα προνόμια τους από τους Τούρκους.
«Μέσα στο Γιαννιώτικο Κάστρο, γράφει ο Σαλαμάγκας ζούσε η αντίδραση. Προστατευμένη από τα τείχια του, ζούσε εκεί η δύναμη και ο πλούτος, η χλιδή και η ασφάλεια, ο χορτασμένος εγωισμός που δε νιώθει την ξένη αθλιότητα, την ξένη κατάθλιψη, τον ξένο πόνο. Οι άνθρωποι οι συντηρητικοί, οι σκεπτικιστές, οι διστακτικοί και συμφεροντολόγοι, οι έτοιμοι πάντα για κάθε συμβιβασμό και κάθε ταπεινή υποτέλεια οι οκνηροί, οι δειλοί, οι δύσπιστοι. Οι άνθρωποι που ζούσαν κι αυτοί, όπως κι ο κατακτητής, από τον ιδρώτα και το αίμα του αγρότη, οι μεγάλοι φεουδάρχες και αξιωματούχοι».
Δεν ξέρω αν είναι κάπως υπερβολικοί ή αυστηροί αυτοί οι χαρακτηρισμοί του Σαλαμάγκα. Όμως, όπως συμπληρώνει ο ίδιος, αμέσως πιο κάτω, «ιστορία δεν είναι μονάχα να λιβανίζεις και να δικαιολογείς. Ιστορία είναι και να δέρνεις, να εξευτελίζεις και να κεραυνώνεις φτάνει μονάχα να έχεις προθέσεις αγαθές».
Αυτό που επισημαίνει ο Σαλαμάγκας συνέβηκε επανειλημμένα και εξακολουθεί να συμβαίνει δυστυχώς και σήμερα. Ο άνθρωπος ο χορτάτος, παραδομένος στον πλούτο, στη χλιδή και στην ασφάλεια, δε νιώθει την αθλιότητα του άλλου, δε συμμερίζεται τον πόνο του.


Αυτό, φαίνεται, συνέβη και κατά το ιστορικό εκείνο βράδυ της 10ης προς την 11η Σεπτεμβρίου του 1611 τότε που εκδηλώθηκε το Κίνημα του Διονυσίου. Ο Ασλάν Πασάς απουσιάζει από τα Γιάννινα. Στα Γιάννινα βρίσκεται μόνο ο Οσμάν Πασάς με λιγοστούς άντρες. Η Οθωμανική συνοικία βρίσκεται στη συνοικία του Αγίου Νικολάου στην Αγορά. Οι επαναστάτες επιτίθενται πρώτα στην Οθωμανική συνοικία. Ο Οσμάν Πασάς, την τελευταία στιγμή, κατορθώνει να σωθεί με 30 άντρες. Σειρά έχουν, έπειτα, οι Καστρινοί. Οι επαναστάτες επιτίθενται εξαγριωμένοι. Το αρχικό σύνθημα «Κύριε Ελέησον» συμπληρώνεται από τα συνθήματα «χαράτσι, χαρατσόπουλο» και «αναζούλι – αναζουλόπουλο» με τα οποία υπονοούσαν τους μισητούς νέους φόρους που, πριν λίγο, είχαν επιβληθεί από το σουλτάνο. Στους επαναστάτες έρχονται να προστεθούν και ντόπιοι φτωχοί και κατατρεγμένοι. Τα Γιάννινα παραδίνονται στις φλόγες. Οι Καστρινοί ξέρουν ότι αν οι επαναστάτες μπουν μέσα στο Κάστρο θα τους αντιμετωπίσουν ως μισητά αφεντικά. Γι’ αυτό κρατούν τις πόρτες του Κάστρου κλειστές. Έτσι το Κίνημα του Διονύσιου είναι καταδικασμένο να αποτύχει. Το «Χρονικό» μάλιστα που είχε υπόψη του ο Αραβαντινός, αναφέρει ρητά πως μόλις ξημέρωσε «οι Ρωμαίοι του Κάστρου, επειδή ήταν λίγοι οι Τούρκοι, ενώθηκαν με αυτούς και τότε όλοι μαζί επολέμησαν τον κακοδιονύσιον και τον κατεχάλασαν». Αν η καταγγελία αυτή είναι αληθινή, τότε εξηγείται σε μεγάλο βαθμό η αποτυχία του Κινήματος. Οι επαναστάτες, όσοι απ’ αυτούς είχαν απομείνει, διαλύονται. Η εκδίκηση των Τούρκων κατά των επαναστατών υπήρξε απερίγραπτα φριχτή. Άλλοι κάηκαν ζωντανοί, άλλοι σουβλίστηκαν, άλλοι κρεμάστηκαν. Ο ίδιος ο Διονύσιος καταφεύγει στη γνωστή μέχρι σήμερα σπηλιά κάτω από το κάστρο στις όχθες της Λίμνης. Το τέλος του υπήρξε τραγικό. Ο συντάκτης του «Ηπειρωτικού Χρονικού», μας δίνει τις σχετικές λεπτομέρειες.
«Συλλαβόντες αυτόν – αναφέρει – ηγαγον δέσμιον προς τους Τούρκους, οίτινες, χωρίς τινός εξετάσεως, τον έγδαρον ζωντανόν και γεμίσαντες το δέρμα του άχυρον, τον περιέφερον από πόλεως εις πόλιν και τέλος εις αυτήν την Κωνσταντινουπολιν».>

Στην Κωνσταντινούπολη, όπως αναφέρει σε επιστολή του ο εκεί Ενετός πρεσβευτής, την οποία δημοσίευσε στα «Ηπειρωτικά Χρονικά» ο Κων/νος Μέρτζιος, το ανήκουστο αυτό θέαμα δεν άρεσε στο Μέγα Βεζύρη «διότι μόλις έφθασαν ενώπιον του, τους ηρώτησε με αυστηρόν ύφος διατί δεν τον έφεραν ζωντανόν και αμέσως διέταξε να ρίψουν τα κεφάλια και το δέρμα εις τον σταύλον των αλόγων του Σουλτάνου και ούτως έλαβε πέρας το οικτρόν τούτο συμβάν».
Το γεγονός πάντως ότι το σώμα του γδαρμένου επαναστάτη Διονυσίου, το περιέφεραν από πόλη σε πόλη και μέχρι την Κωνσταντινούπολη, μαρτυρεί ότι το επαναστατικό του Κίνημα δεν ήταν μικρό και τυχαίο, ούτε είχε τοπική μόνο σημασία. Αντίθετα αποδεικνύει ότι η σημασία του ήταν ευρύτερη και το ενδιαφέρον γενικότερο. Με τη θηριωδία αυτή οι Τούρκοι εκδικήθηκαν το Διονύσιο για τα δύο επαναστατικά του κινήματα. Και δεν περιορίστηκαν μόνο στο Διονύσιο. Οι συνέπειες υπήρξαν πράγματι τραγικές για τα Γιάννινα και για την Ήπειρο ολόκληρη. Οι Χριστιανοί εκδιώχτηκαν απ’ το Κάστρο. Δεν έμεινε τίποτε σ’ αυτό που να θύμιζε Βυζαντινή πόλη. Οι εκκλησίες καταστράφηκαν. Πολλοί Γιαννιώτες αναγκάστηκαν να πάρουν το γνώριμο δρόμο της ξενιτιάς. Ο φόβος και ο τρόμος κυριάρχησαν σε ολόκληρη την Ήπειρο. Με βάση αυτές τις συνέπειες κρίθηκε και κατακρίθηκε ο Διονύσιος και το Κίνημα του. Ένα κίνημα που απέτυχε και απέτυχε οικτρώς. Όπως όμως αναφέρει ο Μητροπολίτης Παραμυθίας και Φιλιατών Αθηναγόρας σε άρθρο του με τίτλο «Διονύσιος ο Σκυλόσοφος», «η αποτυχία του Κινήματος του Διονυσίου, οφείλεται, εκτός των άλλων, και στην αντιπατριωτική διαγωγή του Μαξίμου και των ομοφρονούντων με αυτόν, η επέμβαση των οποίων επέφερε την τραγικήν καταστροφήν». Την καταστροφή αυτή απηχούσε παλιότερο δημοτικό τραγούδι του Λαού της Ηπείρου με τους παρακάτω στίχους :

Δεσπότη μου, Τι σήκωσες τον κόσμο στο σεφέρι,
και ρήμαξαν τα Γιάννενα και ρήμαξεν ο τόπος;
Μείναν τα σπίτια αδειανά, γέμισαν τα χανδάκια
κι ο Τούρκος δεν απόσωσε να κόβει και να καίει.
Εδώ αρπάζουν κόρακες κι εκεί οι Γιαουντήδες.
Δεν έχ’ η μάνα πια παιδιά και τα παιδιά γονέους.
Κι εσένα το τομάρι σου το στείλανε στην Πόλη
 να τρων οι κότες πίτουρα να νταβουλάν οι γύφτοι
για να ξυπνάει η Τουρκιά να κάνει ραμαζάνι.

«Αλλ’ έστι δίκης οφθαλμός» συνεχίζει ο Αθηναγόρας. «Ο σπόρος της ελευθέριας του οποίου ο σοφός και ηρωικός Ιεράρχης Διονύσιος, ο Πρωτοπόρος ούτος της Εθνικής Παλιγγενεσίας, αφθόνως επότισε με το ιερό αίμα του, απέφερε τους καρπούς του το έθνος βραδέως, αλλ’ ασφαλώς απετίναξε τον επικατάρατον ζυγόν του και απήλαυσε την πολυπόθητον ελευθερίαν του, την οποίαν τόσον ωνειροπόλησε και υπέρ της οποίας εμαρτύρησεν ο οπτασιαστής και ονειροπόλος Ιεράρχης. Έκτοτε τρεις όλοι διέρρευσαν αιώνες και ελεύθεροι πλέον οι νέοι της Ηπείρου, οι απόγονοι των σφαγιασθέντων μαρτύρων εν ενθουσιασμώ και ιερώ συναγερμώ, την Οκτωβρίου 1930, ακριβώς εκεί, επί του ιερού χώρου, όπου οι λυσσώδεις εχθροί του ηρωικού Ιεράρχου τον συνέλαβαν, έστησαν θριαμβευτικώς πολύτιμον αναμνηστικήν στήλην επί ταις μεγάλαις εορταίς της Αναστάσεως του Έθνους, εις αϊδιον μνήμην της τιμής και της ευγνωμοσύνης του Γένους προς τα αθάνατα και. μαρτυρικά αυτού τέκνα».
Δεν του έφτασε όμως του Διονυσίου το μαρτυρικό τέλος. Ήρθε δίπλα σ’ αυτό να προστεθεί η δημόσια διαπόμπευση του, με δυο κείμενα της εποχής του, που έχουν, ίσως, και τα δυο κοινή την προέλευση τους: Το Μάξιμο τον Πελοποννήσιο, το μονάχο, παλιό γνώριμο και αντίπαλο, όπως είδαμε, του Διονυσίου, υβριστή και ακούσιο βιογράφο του.


Πρώτο κείμενο με τίτλο :
«Το Ηπειρωτικόν Χρονικόν περί της Επαναστάσεως του Διονυσίου εν Ιωαννίνοις».
Το κείμενο αυτό το διέσωσε ο Πουκεβίλ και το παρουσίασε αργότερα ο Δημ. Σάρρος στο περιοδικό του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κων/πόλεως.
Ανώνυμος ο συντάκτης αυτού του Χρονικού, μερικοί το αποδίδουν και αυτό στο Μάξιμο, κρίνοντας απ’ τις πολλές ομοιότητες που υπάρχουν ανάμεσα στο Χρονικό και στο Στηλιτευτικό του Μαξίμου. Σκληρές και άδικες οι κρίσεις του δίνουν – έμμεσα – μια εικόνα της κατάστασης που επικρατούσε στα Γιάννινα την εποχή του Κινήματος.
Ας δούμε όμως αυτούσια ορισμένα αποσπάσματα απ’ αυτό το κείμενο:
«Αλλ’ ως να μην ητον ταύτα τα κακά ικανά, ο εχθρός του κάλου διάβολος εφθόνησε, βλέπων ότι οι της Ηπείρου Χριστιανοί ούτε από Τουρκικήν μάχαιραν κατεκόπησαν, ούτε την πολιτικήν των δύναμιν έχασαν, ότι όλη η εξουσία ήτον αυτών. Αυτοί είχον τα σπαϊλίκια και τιμάρια, αυτοί και διέτασσον και εσύναζαν τους φόρους, και αυτή η πολεμική δύναμις ήτον όλη εις χείραν των οι δε Τούρκοι όχι μόνον κανόνι του Κάστρου να ρίξουν, αλλ’ ουδέ να κατοικήσουν εις αυτό είχον άδειαν.
Κατά το 1611 έτος εφάνη ο Τρίκκης Διονύσιος, άνθρωπος αστρολόγος και λεκανομάντης, όστις διά τοιαύτα άσεμνα και άτοπα έργα και από τον θρόνον του εξώσθη και έμεινεν η Τρίκκη υπό την του Λαρίσσης επίσκεφιν διά φόβον των Τούρκων έως το 1709 έτος, ότε ηλθεν αρχιερεύς εις αυτήν ο Κωνστάντιος, άνθρωπος ενάρετος και σοφός. Ο δε κακοδιονύσιος, ο του αυτού επαγγέλματος ανάξιος, φυγών μετ’ αισχύνης πολλής και φόβου εκείθεν προς τα μέρη της Ιταλίας κατέφυγεν. Ολίγον δε καιρόν διατρίφας εις τας εκεί πόλεις, ήλθε, κακή τύχη ημών, εις τούτους τους τόπους και εκατοίκησεν εις το του Αγιου Δημητρίου μοναστήριον, το μεταξύ των χωρίων Κερασόβου και Ραντοβίστη κείμενον, εις το οποίον ητον πρότερον. Διατρίψας δε εκεί αρκετό ν καιρόν κατέβη έπειτα εις τα Ιωάννινα, όπου είχε τινάς φίλους και ιδών τους Τούρκους ολίγους και κατοικούντας έξω του Κάστρου, εμελέτησε βουλην δυστυχεστάτην εις την πόλιν ταύτην και εισελθών εις τινα φίλον του, Ταγάν το όνομα, και άλλους γνωρίμους, κοινολογείται προς αυτούς ότι έκαμε το θεμάτιον, και διά της αστρολογίας εγνώρισεν ότι μέλλει να γένη ελευθερωτής όχι μόνον των Ιωαννίνων αλλά και των λοιπών πόλεων, μάλιστα και εις την Κωνσταντινουπολιν να εισέλθη, και αυτός ο βασιλεύς να τον σηκωθεί. Εκείθεν δ’ εξελθών τα των Ιωαννίνων περίχωρα και τα του ανωτέρω μοναστηρίου και άλλας χώρας περιηρχετο φέρων πλόσκαν επί του ώμου και κιρνών τους γεωργούς, ποιμένας, βουχόλους, και άλλους χωρικούς, προσοικειούτο τοιούτους απαίδευτους και απολέμους στρατιώτας.
Έπειτα του αυτού έτους την δεκάτην Σεπτεμβρίου εκστράτευσαν μετά του αρχηγού των καλογήρου την νύκτα κατά των Ιωαννίνων και εισελθόντες εις την πόλιν έβαλαν φωτίαν εις την του τότε πασά Ασουμάν κατοικίαν και έκαυσαν πολλούς ανθρώπους και τον βασιλικόν θησαύρον ο δε πασάς με την γυναίκα του πηδήσαντες από το παράθυρον έφυγον γυμνοί την νύκτα και εσώθησαν. Το άθλιον εκείνο των γεωργών και βοσκών στράτευμα με τον ψευδοαστρολόγον στρατηγόν του εφώναζαν το Κύριες ελέησον, και χαράτζι χαρατζόπουλον, και αναζουλι αναζουλόπουλον, αινιττόμετοι τον νέον φόρον, τον οποίον όχι προ πολλών ημερών οι Τούρκοι είχαν επιβάλει. Ούτοι δε ακούσαντες το Κύριε ελέησον εγνώρισαν ότι ήλθον και αυτών οι Χριστιανοί και παρευθύς έδραμον όλοι έφιπποι και δυνατά αρματωμένοι, και τρέφαντες αυτούς εις φυγην ευκόλως, ως πεζούς και μη έχοντας άρματα πολέμου, κατέκοψαν πολλούς, όχι μόνον από τους πολεμίους αλλά και αναίτιους διότι, επειδή εξημέρωνε Κυριακή, εδέχοντο εις τους δρόμους τους ερχόμενους εις την αγοράν και τους έκοπναν
Ήθελαν να κάμουν κοινήν σφαγήν όλων των κατοικούντων το Κάστρον Χριστιανών, όμως τινές φρόνιμοι και από τους προεστοτέρους αυτών τους εμπόδισον. Οι δε Ιωαννίται δεν εφείσθησαν την κατάστασιν των παντάπασιν εις αποφυγήν ταύτης της σφαγής,
Ο δε της αποστασίας αρχηγός Διονύσιος, ως ηχούσε τους αλαλαγμούς των Τούρκων και είδε τους μεθ’ εαυτού σκορπισθέντας, έφυγε και ελθών εκρύφθη εις το σπήλαιον της εκκλησίας Ιωάννου του Προδρόμου, όπου τώρα κείται το τζαμί του Ασλάν πασά. Έγινε δε μεγάλη περί αυτού ζήτησις και ουδείς άλλος εδυνήθη να τον εύρη παρά το μισόχριστον των Ιουδαίων γένος, οι οποίοι φέροντες τον δέσμιον τον παρέδωσαν εις τους κριτάς, και διά προσταγής των αρχόντων Τούρκων, χωρίς τινός εξετάσεως, τον έγδαραν ζωντανόν, και γεμίσαντες το δέρμα του άχυρον το περιέφεραν από πόλιν εις πόλιν και τέλος και εις αυτήν την Κωνσταντινούπολιν. Λέγεται δε οτι εσηκώθη και ο βασιλεύς να τον ιδη, και ούτως επληρώθη το της προφητείας του λοξόν, ότι έμελλε να υπάγη και εις την Κωνσταντινούπολιν, και αυτός ο βασιλεύς να τον σηκωθή».
Εχθρικό, πέρα για πέρα, το πνεύμα του Χρονικού, υβριστικό και χλευαστικό το ύφος του, στοιχεία με τα οποία επιχειρεί να αμαυρώσει τη μνήμη του Διονυσίου και να υποβαθμίσει τη σημασία του Κινήματος του.

Δεύτερο κείμενο με τίτλο:
«Του σοφωτάτου Μαξίμου Ιερομόναχου του Πελοποννησίου, Λόγος Στηλιτευτικος κατά Διονυσίου και των συναποστησάντων αυτώ εις Ιωάννινα».
Το ενδιαφέρον που παρουσιάζει αυτό το δεύτερο κείμενο, δε βρίσκεται, βέβαια, στις ύβρεις που ο Μάξιμος, κληρικός αυτός, απευθύνει στο Διονύσιο και στους συνεργάτες του. Αυτές εκπορεύονται από το πάθος και το μίσος που κυριαρχούν στην ψυχή του. Δε διστάζει ο Μάξιμος να αποκαλέσει «οιωνοσκόπο, λεκανομάντη και απατεώνα, απαίδευτο και αμαθή, εκμεταλλευτή της απλοϊκότητας και της αγραμματοσύνης, το Διονύσιο, χυδαίους και βάναυσους τζομπαναρέους, χωριάτες και κακομοίρηδες τους συνεργάτες του.
Το ενδιαφέρον του Στηλιτευτικού του Μαξίμου βρίσκεται στο γεγονός ότι ο συντάκτης του, από ιδιοσυγκρασία ή σκοπιμότητα, από πεποίθηση ή από φόβο, εκφράζει, κατά τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο, τις διαθέσεις των αρχόντων και των ισχυρών του κάστρου, απέναντι σε κάθε επαναστατική κίνηση, αποκαλύπτει την αντιπατριωτική και αντιχριστιανική συμπεριφορά του, γίνεται, έστω και ακούσια, απολογητής του ραγιαδισμού και της υποτέλειας.

Γράφει, ανάμεσα σε άλλα, ο Μάξιμος στον «Στηλιτευτικό» του. «Ώσπερ αι των σπουδαίων πράξεις μεγάλα τω όντι τους των καλών εραστάς ωφελείν δύνανται γραφή παραδιδόμεναι, ούτω δήπου και αι των φαύλων τόλμαι ουδέν ήττον τους τα φαύλ’ αποστυγούντας τε και αποδιοπομπουμένους ωφελήσαιεν αν.
Δι’ ο δή και τά τω εξαγίστω εκείνω Διονυσίω έναγχος ενταυθοί πεπραγμένα κακά και πέρα κακών γραπτέον δειν μοί κατεφάνη, ως έχοιεν δήπουθεν οι των φαύλων πράξεων απέχεσθαι βουλόμενοι οιόν τι εναργές σημείον εις το τα φαύλα δύνασθαι μισείν και όσον οιόν τε μη εγχειρεί ν εθέλειν τούτοις πώποτε.
Διονύσιος ουν ουτοσίν αρχιερατικού ηξιώθη ποτέ τάγματος (ου γαρ ανέχομαι γένος αυτού και π(ατρ)ίδα και τάλλα ειπείν πολλών ένεκα) και της κατά Τρίκκην επέβη μ(ητ)ροπόλεως. Επανάστασιν δε κακείσε πεποιηκέναι βουληθείς εφωράθη, ουκ ολίγων και τότε φονευθέντων εκ ταυτησί της αιτί(ας). Εκείθεν δ’ όμως τέως αποδράς, ως ουκ ωφελεν, ες Ιταλίαν επέπλει. Πλην αλλά κακείθεν μετ’ αισχύνης ότι πλείστης εκδιωχθείς, ως ουκ εφησυχάζων ην, εν τοις μέρεσι τούτοις αφίκετο, κακή τύχη ημίν φυλαττόμενος, κακά επί κακοίς ημίν τοις ασμένως αυτόν υποδεξαμένοις επινοών.
Έδει σε, ταλαίπωρε, μοναχικήν μετιόντα πολιτείαν, μη τα ανοίκεια και ακατάλληλα τω μοναχικώ επαγγέλματι ζητειν τε και πράττειν. Τίνι γαρ των πάλαι ή των νυν, των ταύτην / επανηρημέν(ων) την πολιτείαν, βασιλείας, επιγείου ή των της βασιλεί(ας) εμέλησεν όλως;
Αλλ’ έλαβες καν τούτω σεαυτόν απολέσαντα τας φρένας, και σχότει δεινώ καλυφθέντα, το μη συνιέναι βουληθήναι οίαν είχες τιμήν, την αρχιερωσυνην έχων. Ουδεμία γάρ γένοιτ’ αν μείζων τιμη της αρχιερωσύνης, τω γ’ αξίως ταυτησίν ηξιωμένω και άξια ταύτης έργα πράσσοντι. Συ δ’ αλλά τω όντι ταύτης κατεφρόνησας, άλλο τι μείζον ή κάλλιον είναι οιηθείς. Αλλά και βασιλεύειν τυχόν μετά του αρχιερατεύειν εβούλου κατά ταυτόν.
Πώς ταύτα, Διονύσιε, ουκ ελογίσω, φιλόσοφος, καθ’ άπερ υπο πάντων των αμαθία συντεθραμμένων ενομίζου, και μάντις ων; Διατί εις τοσούτον ολεθρον τον αμαθή και απλούστατον καθειλκυσας λαόν; Πώς ουχ εμαντεύσω, μαντικής αντιποιούμενος, την σην απώλειαν; Μάλλον δε, και μαντικής ηστινοσούν άνευ, πώς ου συνείδες, οι κακών έμελλες κατελθείν, τοιαύτ’ επιχειρήσας πράγματα, οία των αν(θρώπ)ων ουδείς;
Τίνα την απολογίαν άρα, τοσούτων εκ της τοιαύτης αιτί(ας) απολεσθέντων και δη και τέλεσι αφανισθέντων, δώσεις, άθλιε, τω Θεώ κριτή καθεζομένω; Τα δάκρυα δε και οι αναστεναγμοί των αναίτιως πασχόντων πού οίει καταπεσείν; Ουκ ήρκει τοις Χριστιανοίς, α καθ’ εκάστην επασχόν τε και πάσχουσι δεινά;
Προς δε τοις ειρημένοις, ει διά πολλών θλίψεων δει ημάς, κατά την του Παύλου φωνήν, εισελθείν εις την βασιλείαν των ου(ρα)νών, συ απήλλαξας τούτων τους αν(θρώπ)ους, απέκλεισας δήπου αυτοίς την εις ου(ρα)νόν φέρουσαν οδόν και μόνοις τοις κατα την γην αγαθοίς προστετηκέναι παρεσκευασας αυτούς.
Νυν ήσθοντο πρώτον ως κακόν επανάστασις, και το μικρούς μείζοσι, και ισχυροτέροις αδυνάτους, και ολίγους πλείοσι πολεμείν εθέλειν.
Παραμυθείσθαι και γενναίως φέρειν τα δεινά, ουκ επανίστασθαι, παραινείν αυτοίς προσήκε, Διονύσιε, και τιμάν τους βασιλείς παρά Θ(εο)ύ δοθέντας, ουκ αντιτάσσεσθαι τούτοις νουθετείν εχρήν. Ει γαρ μη προς Θ(εο)ύ ήσαν δεδομένοι, και ασεβείς οντες, ουκ αν ίστασθαι ηδύναντο. Ουδέν γαρ μη βουλομενου θ(εο)υ δυνατόν ίστασθαι. Του Θ(εο)ύ δε τούτους ημίν επιστήσαντος δί ας οίδεν αιτίας, ημίν μεν άδηλους εκείνω δε και πάνυ εκδήλους, φέρειν ανάγκη. Α γαρ τω θ(ε)ώ βουλητόν αγαπάν ημάς χρη, και μη αφηνιάσαντας ατακτείν.
Πασιν ωςπερ τις θανατηφόρος και πικρότατος όφις μετέδωκας του ιού. Νέος ημιν Ιουλιανός διά της σης αποστασίας κατέστης. Νέος τω όντι διάβολος. Ως γαρ εκείνος του παραδείσου διά της απάτης τον πρωτοπλαστον εξέβαλεν, ούτω και συ, τοις εκείνου τρόποις και τέχναις χρησάμενος, της ης είχομεν μιχράς, ελευθερί(ας) τε και παρρησί(ας) το παράπαν απεστέρησας».

Με τέτοιες πρωτάκουστες ιδέες είχαν διαποτίσει την ψυχή τους ο Μάξιμος και οι ομοϊδεάτες του. Ιδέες που ξεπερνούν, οπωσδήποτε, κάθε όριο εθνικής και θρησκευτικής προδοσίας. Με αυτές τις ιδέες ήθελαν να διαποτίσουν και την ψυχή του δυστυχισμένου ραγιά και να τον πείσουν πως ο Θεός μας έδωσε τη σκλαβιά για τις πολλές μας αμαρτίες και πως μόνο με τη σκλαβιά θα κερδίσουμε την αιώνια βασιλεία και όχι ετούτη τη ζωή, τη φθαρτή και τη μάταιη! Με τέτοιες ιδέες δεν είναι καθόλου παράδοξο πως ο Μάξιμος «χωρίς περίσκεψη, χωρίς λύπη και χωρίς αιδώ», όπως θα έλεγε ο Καβάφης, στηλιτεύει ανηλεώς το Διονύσιο.
Υποστήριξαν μερικοί ότι στην ανοικτίρμονα κατά του Διονυσίου επίθεση, την οποία ούτε ο φρικαλέος θάνατος του ηρωικού πρεσβύτη εμάλαξε, συνετέλεσε ασφαλώς και ο τρόμος απ’ τον οποίο είχαν καταληφθεί οι Γιαννιώτες μετά την τραγική αποτυχία του Κινήματος και τις κακουργίες των Τούρκων, καθώς και η επιθυμία του Μαξίμου να εξευμενίσει τους Τούρκους. Όμως ο Μάξιμος, από πάθος εμπνεόμενος, απέβλεπε όχι τόσο στο παρόν, όσο στο μέλλον. Νόμιζε πως αυτός μόνο κατείχε το μονοπώλιο της σοφίας και δεν μπορούσε να ανεχθεί να αποκαλείται ο Διονύσιος Φιλόσοφος: ήταν ο Μάξιμος άνθρωπος εμπαθής και φθονερός. Έστησε σε βάρος του Διονυσίου ένα ανόσιο οικοδόμημα, το οποίο όμως σύντομα κατέρρευσε και συνέτριψε τον ίδιο. Θέλησε να παραδώσει το μάρτυρα Διονύσιο στη χλεύη των μεταγενέστερων και στο αιώνιο ανάθεμα, σ’ αυτό ασφαλώς αποσκοπούσε και η υβριστική ονομασία Σκυλόσοφος, με την οποία αυτός και οι ομοϊδεάτες του θέλησαν να εξευτελίσουν τον πραγματικό Διονύσιο, αυτή όμως η ονομασία έχει καθιερωθεί σ’ όλες τις συνειδήσεις των ανθρώπων, όχι μόνο στην Ήπειρο, αλλά και στην Ελλάδα ολόκληρη, σύμβολο ιερό και τίτλος ύψιστης τιμής

Τί κι αν οι σύγχρονοι του τον έγδαραν ζωντανό;
Τί κι αν οι διάφοροι Μάξιμοι στηλίτευσαν την επανάσταση του και επιδίωξαν να προσβάλουν τη μνήμη του;
Ήρθε, ύστερα απ’ αυτούς, ως αδέκαστος κριτής η ιστορία, με τα δικαστήρια και τους δικαστές της και απέδωσε Δικαιοσύνη. Καταδίκασε στην αιώνια περιφρόνηση το σοφολογιότατο Μάξιμο και τους ομοϊδεάτες του, ενώ περιέβαλε με το φωτοστέφανο της δόξας και της αιώνιας μνήμης το Διονύσιο που πρόταξε τα γέρικα μεν, αλλά γεμάτα από το ακατανίκητο αίσθημα της λευτεριάς και της φιλοπατρίας στήθη του και τον ανάδειξε ως τη μεγαλύτερη εθνική φυσιογνωμία του 17ου αιώνα, καθώς με το μαρτύριο του έδειξε στις μελλούμενες γενιές το δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσουν για να τινάξουν από πάνω τους το δυσβάσταχτο ζυγό της σκλαβιάς.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται και η ιδιαίτερη σημασία της Επανάστασης του 1611. Υπήρξε το εγερτήριο σάλπισμα του αλύτρωτου Ελληνισμού που απ’ την πρώτη μέρα της σκλαβιάς άρχισε να προετοιμάζει το έδαφος για την εθνική του αποκατάσταση και διαμόρφωσε το εθνικό του ιδεώδες, τη γνωστή σε όλους μας Μεγάλη Ιδέα. Αυτή η Μεγάλη Ιδέα εξακολουθεί να είναι επίκαιρη και στις μέρες μας, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η Μεγάλη Ιδέα ενός Έθνους παραμένει αναλλοίωτη ανά τους αιώνες, δε νοείται μόνο ως απλή γεωγραφική, ποσοτική έννοια: αλλάζει συνεχώς περιεχόμενο, από την απελευθέρωση και την αύξηση του εδάφους, μετατοπίζεται στην ανύψωση του βιοτικού, του πνευματικού και του ηθικού επιπέδου του Λαού. Η εθνική ολοκλήρωση δεν είναι για ένα Λαό το τέρμα. Είναι ταυτόχρονα αφετηρία για νέους ανώτερους σκοπούς του Έθνους, για δημιουργία μιας πραγματικής αναγέννησης που αποτελεί, κατ’ επέκταση το νέο εθνικό ιδεώδες, τη νέα Μεγάλη Ιδέα. Αυτό το εθνικό ιδεώδες βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με το ευρύτερο ανθρωπιστικό ιδεώδες, που συνίσταται στην αλληλεγγύη και τη συνεργασία των λαών. Βρίσκεται επίσης σε αρμονία με το λεγόμενο κοινωνικό ιδεώδες που συνίσταται στην απόδοση κοινωνικής δικαιοσύνης, στην κατάργηση της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από άνθρωπο.
Στη διαμόρφωση αυτού του ιδεώδους, με όλες του τις μορφές, σημαντικός μπορεί και πρέπει να είναι ο ρόλος που καλούνται, κάτω από τις σημερινές συνθήκες, να διαδραματίσουν οι πνευματικοί άνθρωποι : οι εκπαιδευτικοί, οι λογοτέχνες, οι συγγραφείς, οι επιστήμονες, οι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι.
Χρειάζεται, όλοι μαζί, να επιστρατεύσουμε εκείνες τις δημιουργικές δυνάμεις με τις οποίες, ως Λαός, επιβιώσαμε και, κατά περιόδους, μεγαλουργήσαμε. Χρειάζεται πάνω απ’ όλα να διαφυλάξουμε άσβεστη την εθνική μας συνείδηση, πηγή αστείρευτη για την πραγματική μας αφύπνιση. Αφύπνιση που θα μας δώσει τη δυνατότητα να ξεπεράσουμε, μια για πάντα, τα διλήμματα που σκόπιμα μας βάζουν γύρω απ’ την προκοπή και τη σωτηρία του τόπου μας, όπως αυτά παρουσιάζονται απ’ τον ποιητή με τους στίχους:
Ποιος, θα μας σώσει, Ανατολή για Λύση;
Ποιος Έλληνας ή βάρβαρος θεός;
Μπροστά καινούριος κόσμος θα βαδίσει
για πίσω θα γυρίζει ο παλιός;
Πορεία αδιέξοδη απ’ την οποία μπορούμε και πρέπει να απαλλαγούμε, θα το πετύχουμε μονάχα όταν η πίστη μας στον άνθρωπο γίνει το επίκεντρο κάθε πολιτιστικής προσφοράς μας. Όταν βαθιά εδραιωθεί στην ψυχή μας η πίστη στην απεριόριστη δυνατότητα του Λαού μας να προσδιορίζει μόνος του τη ζωή και τη μοίρα του.
Τότε, εκφράζοντας, κατά τον καλύτερο τρόπο, το αίτημα της εποχής μας για εθνική αξιοπρέπεια και ανεξαρτησία, θα μπορούμε, μαζί με τον ποιητή μας, να πάρουμε σαφή θέση στο παραπάνω ερώτημα και, χωρίς δυσκολία, να δώσουμε την απάντηση:
Δε θα μας σώσει Ανατολή για Δύση
Μηδ’  Έλληνες ή βάρβαροι θεοί
Μπροστά καινούριος κόσμος θα βαδίσει
Όταν ξυπνήσουν κάποτε οι Λαοί.
Προς αυτή την κατεύθυνση ο Διονύσιος ο Φιλόσοφος, πριν από 390 χρόνια, μας έδειξε το δρόμο. Σε μας απομένει το χρέος να τον ακολουθήσουμε.